Η ερωμένη της
[ 7 ] Έσκυβα κάθε δυο λεπτά και της εψιθύριζα μερικές λέξεις, κάτι κομμένες κι ασυνάρτητες φράσεις. Μου χάριζεν ένα λαφρό χαμόγελο γι’ απάντηση ή κι από κάποτε καμιάν επιδοκιμαστική λέξη. – Πώς θέλω να γεμίσω το πρόσωπό σου με φι- λιά!… Θα βρεθεί καμιά ώρα να ’μαστε μόνες μας;… Θα ’θελα να ’πεφτα στα πόδια σου και να τα φι- λούσα!… – Όχι, αυτό δεν το θέλω εγώ! – Nα… μ’ αγαπούσες… τόσο δα!… – Κι αν… σ’ αγαπούσα τοοόσο; – Θα πέθαιν’ απ’ τη χαρά μου!… Αχ, ναι… Δεν αγαπώ τίποτ’ άλλο στον κόσμο από σένα!… Πού θα καταλήξει αυτό; Πρέπει ή να σε βλέπω κάθε μέρα ή να σ’ αποφεύγω… – Δεν πιστεύω να γίνει το δεύτερο. – Θέλω να δαγκάσω τα χείλη σου. – Αχ, να ’σβηνε ένα λεπτό το φως. – Φοβάμαι μη γελάς με μένα. – Πόσο λίγο με κατάλαβες. – Είμαι δυστυχισμένη. Δεν μπορώ πια. – Κουράγιο, μικρή μου φίλη. – Δε συγκινείσαι συ καθόλου. Είσ’ αναίσθητη. – Μην το λες αυτό. Θυμήσου τη χτεσινή βραδιά.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=