Η ερωμένη της
[ 15 ] τρείς! Αχ το «13» το ’χει για porte-bonheur «εκεί- νη». Άραγε θα μου φέρει και μένα καλό; Μου είχε χαρίσει μια φωτογραφία της. Πήγα και τη βρήκα κι άρχισα να τη φιλώ δαιμονιώδικα. Το βράδυ θα τη συναντούσα στο συνηθισμένο ζαχαρο- πλαστειάκι της οδού Ιπποκράτους, όπου μαζευό- μασταν συχνά με τις διάφορές μας φίλες. Ένιωσα για πρώτη φορά την αγωνία του ραντεβού. Σαν ήρ- θε, ξεχείλιζα σε φλυαρίες και πιότερο σε… κομπλι- μέντα. Εκείνη άκουε συγκαταβατικά. Δεν είχε τίπο- τε από ερωτικό χαραχτήρα η κουβέντα μας. Μόνο ενθουσιώδικες κραυγές. Της χάρισα μια φωτογρα- φίτσα δική μου αποκριάτικη και παρακολουθούσα με τρεμούλα το διάβασμα της αφιέρωσής μου. Oύτε λίγο ούτε πολύ, έλεγε τη Λίζα μου, το πρόσωπο π’ αγάπησα πιότερο στον κόσμο!… Σαν πήγα σπί- τι, έγραψα ένα μεγάλο ερωτικό γράμμα. Κάτι σαν πρόζα. Της έλεγα για γύμνιες, γι’ αγάλματα, γι’ Αστάρτες, για Βούδες, γι’ ανατολίτικα ντιβάνια. Την άλλη μέρα, κατεβαίνοντας τη σκάλα του φι- λικού μας σπιτιού: «Λίζα, πάρε αυτό το γράμμα (δεν έκανε κανένα κίνημα, λες και το περίμενε). Δεν ξέρω τι μου κατέβηκε και σου ’γραψα. Nα, ήθελα κάτι να πω μέσα, μα δεν τα κατάφερα. Άλλωστε… Μην του δώσεις καμιά προσοχή. Δε βαριέσαι… παι- δικοί καημοί… Nα, για να με θυμάσαι αργότερα». * * *
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=