Η ερωμένη της
[ 12 ] λητη. Εκείνη ωστόσο έδειχνε τρυφεράδα και στε- νοχωριόταν που μ’ έβλεπε λυπημένη. Καθόμασταν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο κεντρικό. Δεν μπορούσα να πάρω τίποτε. «Αυτό το αμίλητο…» έλεγε κάπου κάπου κοιτώντας με προστατευτικά. Εγώ ένιωθα μια εσώβαθη θλίψη ν’ αυξάνει όλο και πιότερο. Σαν χωριστήκαμε, δικαιολογήθηκα όπως όπως: «Nα, Λίζα, τη βλέπω άχαρη τη ζωή… δεν αξίζει κανείς να τη ζει…» Όταν όμως για παρηγοριά μού πέταξε γελαστά κι αδιάφορα αυτή τη φράση: «Αύριο θα ’χεις πάλι κέφι… Δεν είναι τίποτε…» ένιωσα τα μά- τια μου να βουρκώνουν κι έφυγα γλήγορα γλήγορα. Κείνο το βράδυ έκλαψα πολύ. Oι οπτιμίστικες ιδέες της Ρίτας στάθηκαν αδύνατο να με παρηγορήσουν. Έκλαψα ατέλειωτα! Γιατί; Ένας Θεός ξέρει την αι- τία. Μα έκλαψα για τη Λίζα. * * * Κείνο τον καιρό άρχισα να συχνάζω πιότερο και να μένω πιότερες ώρες σ’ ένα φιλικό μας σπίτι όπου μαζευόταν ο κύκλος μας, φιλολογικός, μουσικός, φοιτητικός κτλ. Ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσα σίγουρα να βλέπω κάθε μέρα τη φίλη μου. Ωστόσο πήγαινα πιό- τερο για ν’ άραζε σ’ άλλους ορίζοντες το μυαλό μου μες στην εύθυμη και ανοιχτόκαρδη κείνη παρέα των κοριτσιών κι αγοριών. Μάλιστα, κείνη την εποχή άρχισα να βιάζω τον εαυτό μου να σκέφτεται διά-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=