Η ερωμένη της

[ 10 ] ακούμπαγα το μάγουλό μου… Αυτό ήταν δροσερό και μυρωμένο. Και το καημένο τριαντάφυλλο είχε ξεψυχήσει. Σήμερα έχουμε Τετάρτη 17 του Μάρτη. Απ’ την Κυριακή έχουν περάσει τόσες μέρες. Δεν μπορώ να ψυχολογήσω την κατάστασή μου όλον αυτόν τον καιρό. Το μόνο που κατάλαβα είναι πως έχω χάσει τα νερά μου. Δεν μπορώ πουθενά να προσηλώσω το μυαλό μου, ούτε στο διάβασμα ούτε στο γλέντι. Και για όλα αυτά δε βρίσκω πουθενά παρηγοριά και αιστάνομαι τόσο έρημο τον εαυτό μου. Ω, να βρίσκουνταν μια ψυχή που να μπορούσε να με νιώ- σει! Θα εγέμιζε το μεγάλο κενό που καταλαμβάνει το είναι μου… Κάτι όμως περίεργο συμβαίνει, που δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Η Λίζα, η παλιά μου φίλη – ναι, που τη βλέπω σχεδόν κάθε μέρα, άλλοτε δε συνέβαινε αυτό– είναι διαρκώς στο νου μου. Ως και στον ύπνο μου τη βλέπω, ενώ δεν έβλεπα ποτέ όνειρα… Τη σκέφτομαι τόσο πολύ. Όλα γύρω μου συνωμοτούν και σχηματίζουν ένα μεγάλο Λ που με βασανίζει. Το ’χει άραγε καταλάβει; Καταλαβαίνει τι επίδραση έχει επάνω μου τώρα τελευταία; Έτσι κάποιαν αλλιώτικη επίδραση ίσως. Γιατί βλέπω κα- θάρια στιγμές στιγμές κάποια της εξαιρετική προ- σοχή σε μένα. Ωστόσο με τυραννεί πολύ. Αποφεύ- γει να μου μιλά, όπως άλλοτε, με τον αφελικό, τον αδελφικό κείνο τρόπο. Εγώ πάλι την κοιτώ διαρκώς

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=