Η έρημος των Ταρτάρων

Η Ε Ρ Η Μ Ο Σ Τ Ω Ν Τ Α Ρ Τ Α Ρ Ω Ν 13 «Ποιο Οχυρό; Μήπως εκείνο;» και σ’ αυτά τα λόγια ο άγνωστος τέντωσε το χέρι του, για να δείξει κάτι. Σ’ ένα άνοιγμα των κοντινών γκρεμών, κιόλας σκεπα- σμένων απ’ το σκοτάδι, πίσω από μια χαοτική σειρά από βουνοκορφές και σε ανυπολόγιστη απόσταση, βυθισμένο ακόμη στο κόκκινο του ήλιου που έδυε, λες και έβγαινε από μάγια, ο Τζοβάνι Ντρόγκο είδε τότε έναν γυμνό λόφο και στην κορφή του μια ομαλή, γεωμετρική λωρίδα, με ένα ιδιαίτερο κιτρινωπό χρώμα: το περίγραμμα τουΟχυρού. Ω, πόσο μακριά ήταν ακόμη. Ποιος ξέρει πόσες ώρες δρόμος, και το άλογό του ήταν ήδη ξεθεωμένο. ΟΝτρόγκο το κοίταζε γοητευμένος, αναρωτιόταν τι το επιθυμητό μπο- ρούσε να υπάρχει σ’ εκείνο το μοναχικό καστράκι, σχεδόν απρόσιτο και τόσο αποκομμένο από τον κόσμο. Τι μυστικά να έκρυβε; Μα ήταν οι τελευταίες στιγμές. Ήδη ο βασιλε- μένος ήλιος απομακρυνόταν αργά απ’ τον μακρινό λόφο και πάνω στις κίτρινες επάλξεις εισέβαλλαν οι πελιδνές ριπές της νύχτας που έπεφτε.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=