Η έρημος των Ταρτάρων
Ν Τ Ι Ν Ο Μ Π Ο Υ Τ Ζ Α Τ Ι 12 πορεία τους, σαν για να μην τον αποθαρρύνουν, έπειτα γλιστρούν πάνω προς τα κατσάβραχα, ο καβαλάρης έχει μείνει από κάτω. Όλο το φαράγγι είχε βυθιστεί κιόλας σ’ ένα μενεξελί σκοτάδι, μόνο οι γυμνές χορταριασμένες κορφές, σε απί- στευτο ύψος, φωτίζονταν απ’ τον ήλιο, όταν ο Ντρόγκο βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε ένα στρατιωτικό κτίσμα, μαύρο και γιγάντιο κόντρα στον πεντακάθαρο νυχτερινό ουρανό, που έμοιαζε αρχαίο και έρημο. Ο Τζοβάνι ένιωσε την καρδιά του να βροντοχτυπάει, γιατί αυτό πρέπει να ήταν το Οχυρό, αλλά τα πάντα, από τα τείχη μέχρι το τοπίο, απέπνεαν έναν αφιλόξενο κι αλλόκοτο αέρα. Το περιέτρεξε δίχως να βρει την είσοδο. Μόλο που είχε ήδη νυχτώσει, κανένα παράθυρο δεν ήταν φωτισμένο, ού- τε διακρίνονταν τα φώτα απ’ τις σκοπιές στην άκρη του περίδρομου. Μόνο μια νυχτερίδα υπήρχε, που μετεωριζό- ταν κόντρα σ’ ένα άσπρο σύννεφο. Τελικά ο Ντρόγκο δο- κίμασε να φωνάξει: «Έι!» ούρλιαξε. «Είναι κανείς εδώ;» Από το κουβάρι των σκιών στη βάση του τείχους πετάχτη- κε τότε ένας άντρας, ο τύπος του φτωχού πλάνητα, με γκρί- ζα γενειάδα κι έναν μικρό σάκο στο χέρι.Μέσα στο μισοσκό- ταδοόμως δενφαινότανκαλά, μονάχα τοασπράδι τωνματιών του αντιφέγγιζε. Ο Ντρόγκο τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη. «Ποιον ψάχνετε, κύριε;» ρώτησε. «Το Οχυρό ψάχνω. Αυτό είναι;» «Δεν υπάρχει πια οχυρό εδώ» έκανε ο άγνωστος με κα- λοσυνάτη φωνή. «Είναι όλα κλειστά, πάνε καμιά δεκαριά χρόνια που δεν υπάρχει κανείς». «Και πού είναι το Οχυρό τότε;» ρώτησε ο Ντρόγκο, ξαφ- νικά εκνευρισμένος με τούτο τον άντρα.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=