Η έρημος των Ταρτάρων

Ν Τ Ι Ν Ο Μ Π Ο Υ Τ Ζ Α Τ Ι 10 Όλη εκείνη η εύκολη και καλοβαλμένη ζωή δεν του ανήκε πια, τον περίμεναν σοβαρά και άγνωστα πράγματα. Το άλογό του και αυτό του Φραντσέσκο –του φαινόταν– είχαν ήδη διαφορετικό βηματισμό, το δικό του ένα ποδοβολητό λιγότερο ανάλαφρο και ζωηρό, σαν υπόβαθρο αγωνίας και κούρασης, λες κι ακόμα και το ζώο ένιωθε ήδη ότι η ζωή επρόκειτο να αλλάξει. Είχαν φτάσει στην κορυφή μιας ανηφόρας. Ο Ντρόγκο γύρισε προς τα πίσω για να κοιτάξει την πόλη κόντρα στο φως · πρωινοί καπνοί σηκώνονταν απ’ τις στέγες. Είδε από μακριά το σπίτι του. Εντόπισε το παράθυρο της κάμαράς του. Πιθανώς τα τζάμια ήταν ανοιχτά, οι γυναίκες θα συ- γύριζαν. Θα ξέστρωναν το κρεβάτι, θα έκλειναν σε μια ντουλάπα τα πράγματα, μετά θα αμπάρωναν τα παντζού- ρια. Για μήνες ολόκληρους κανένας δεν θα έμπαινε εκεί μέσα, εκτός από την υπομονετική σκόνη και, στις ηλιό- λουστες μέρες, αμυδρές λωρίδες φωτός. Να τος κλεισμένος στο σκοτάδι ο μικρός κόσμος των παιδικάτων του. Η μη- τέρα του θα τον διατηρούσε έτσι, ώστε γυρίζοντας αυτός να τον βρει άθικτο, για να μπορεί αυτός εκεί μέσα να πα- ραμείνει παιδί, ακόμα και μετά από μακρά απουσία· ω, ασφαλώς εκείνη βαυκαλιζόταν ότι μπορούσε να διατηρήσει άθικτη μια ευτυχία που είχε χαθεί ανεπιστρεπτί, να ανα- χαιτίσει τη φυγή του χρόνου, λες και ξανανοίγοντας τις πόρτες και τα παράθυρα κατά την επιστροφή του γιου της τα πράγματα θα ξαναγίνονταν όπως πρώτα. Σ’ αυτό το σημείο ο φίλος του ο Βέσκοβι τον αποχαιρέ- τησε στοργικά και ο Τζοβάνι συνέχισε μόνος του στον δρό- μο, πλησιάζοντας προς τα βουνά. Ο ήλιος μεσουρανούσε όταν έφτασε στο έμπα της κοιλάδας που οδηγούσε στο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=