Η έρημος των Ταρτάρων

Η Ε Ρ Η Μ Ο Σ Τ Ω Ν Τ Α Ρ Τ Α Ρ Ω Ν 9 Ο φίλος του ο Φραντσέσκο Βέσκοβι τον συνόδευσε με το άλογο στο πρώτο κομμάτι της διαδρομής. Το ποδοβολητό των ζώων αντηχούσε στους έρημους δρόμους. Χάραζε, η πόλη ήταν ακόμη βυθισμένη στον ύπνο, εδώ κι εκεί στους τελευταίους ορόφους άνοιγαν μερικά παντζούρια, εμφα- νίζονταν κουρασμένα πρόσωπα, απαθή μάτια ατένιζαν για μια στιγμή τη θαυμαστή γέννηση του ήλιου. Οι δύο φίλοι δεν μιλούσαν. Ο Ντρόγκο σκεφτόταν πώς μπορεί να ήταν το Οχυρό Μπαστιάνι, μα δεν κατάφερνε ακόμη να το φανταστεί. Καλά καλά δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν, ούτε πόσο δρόμο είχε να διανύσει. Κάποιοι του είχαν πει μία μέρα με το άλογο, άλλοι λιγότερο, κανένας από αυτούς που είχε ρωτήσει δεν είχε βρεθεί στην πραγ- ματικότητα ποτέ εκεί. Στην έξοδο της πόλης, ο Βέσκοβι άρχισε να μιλάει ζω- ηρά για τετριμμένα θέματα, λες και ο Ντρόγκο πήγαινε περίπατο. Έπειτα, κάποια στιγμή: «Βλέπεις εκείνο το πράσινο βουνό; Ναι, ακριβώς αυτό. Βλέπεις στην κορυφή ένα κτίσμα;» έλεγε. «Είναι κομμάτι του Οχυρού, ένα προκεχωρημένο φυλάκιο. Πέρασα αποκεί πριν από δυο χρόνια, θυμάμαι, με τον θείο μου, για να πάμε για κυνήγι». Τώρα πια είχαν βγει απ’ την πόλη. Άρχιζαν τα χωράφια με τα καλαμπόκια, τα λιβάδια, τα κόκκινα φθινοπωρινά δάση. Στον άσπρο, ανίσκιωτο δρόμο προχωρούσαν οι δυο τους πλάι πλάι. Ο Τζοβάνι κι ο Φραντσέσκο ήταν φίλοι, είχαν ζήσει μαζί για πολλά χρόνια, με τα ίδια πάθη, τις ίδιες παρέες · βλέπονταν πάντα καθημερινά, μετά ο Βέσκο- βι είχε βαρύνει, ο Ντρόγκο αντιθέτως είχε γίνει αξιωματι- κός, και τώρα ένιωθε λες και ο άλλος ήταν πλέον μακριά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=