Η έρημος των Ταρτάρων

Ν Τ Ι Ν Ο Μ Π Ο Υ Τ Ζ Α Τ Ι 8 για πάντα, σχηματίζοντας μήνες και χρόνια που δεν θα ξανάρχονταν ποτέ. Ναι, τώρα ήταν αξιωματικός, θα είχε χρήματα, οι ωραίες γυναίκες μπορεί και να τον κοίταζαν, αλλά κατά βάθος –συνειδητοποίησε ο Τζοβάνι Ντρόγκο– η καλύτερη εποχή, η πρώτη νιότη, είχε πιθανότατα τελειώσει. Έτσι, ο Ντρόγκο κοίταζε τον καθρέφτη κι έβλεπε ένα βε- βιασμένο χαμόγελο στο πρόσωπό του, που μάταια είχε προσπαθήσει να αγαπήσει. Τι παράλογο πράγμα: Γιατί δεν κατάφερνε να χαμογελά- σει με τη δέουσα ανεμελιά καθώς αποχαιρετούσε τη μητέρα του; Γιατί δεν έδινε καμία σημασία στις τελευταίες συμβου- λές της και ίσα που αντιλαμβανόταν τον ήχο εκείνης της φωνής, τόσο γνώριμης και γεμάτης ανθρωπιά; Γιατί τριγύ- ριζε στην κάμαρά του με άσκοπο εκνευρισμό, χωρίς να κα- ταφέρνει να βρει το ρολόι, το μαστίγιο, το πηλήκιο, που όμως βρίσκονταν στη σωστή τους θέση; Δεν έφευγε δα για τον πόλεμο! Δεκάδες υπολοχαγοί σαν αυτόν, οι παλιοί του σύντροφοι, άφηναν την ίδια εκείνη ώρα το πατρικό τους σπίτι με χαρούμενα γέλια, λες και πήγαιναν σε γιορτή. Για- τί δεν του έβγαιναν απ’ το στόμα, για χάρη της μητέρας του, στοργικά και καθησυχαστικά λόγια αλλά μόνο γενικόλογες φράσεις, κενές νοήματος; Ηπίκρα του που άφηνε για πρώ- τη φορά το παλιό σπίτι, όπου είχε γεννηθεί με τους καλύ- τερους οιωνούς, οι φόβοι που φέρει μαζί της κάθε αλλαγή, η συγκίνηση που αποχαιρετούσε τη μητέρα του του γέμιζαν ασφαλώς την ψυχή, αλλά πάνω απ’ όλα αυτά τον βάραινε μια επίμονη σκέψη, που δεν μπορούσε να την προσδιορίσει, σαν ένα αόριστο προαίσθημα για μοιραία πράγματα, λες και ξεκινούσε για ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. * * *

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=