Η έρημος των Ταρτάρων

7 1 Μόλις έγινε αξιωματικός, ο Τζοβάνι Ντρόγκο ξεκίνησε ένα πρωί του Σεπτέμβρη από την πόλη για να πάει στο Οχυρό Μπαστιάνι, στον πρώτο του διορισμό. Τον ξύπνησαν ενώ ακόμη ήταν νύχτα και φόρεσε για πρώτη φορά τη στολή του υπολοχαγού. Όταν ολοκλήρωσε το ντύσιμό του, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη στο φως μιας λάμπας πετρελαίου, αλλά δεν ένιωσε την ευφορία που εί- χε ελπίσει. Στο σπίτι η σιωπή ήταν μεγάλη, ακούγονταν μόνο μικροί θόρυβοι από ένα κοντινό δωμάτιο· η μητέρα του σηκωνόταν για να τον ξεπροβοδίσει. Αυτή τη μέρα την περίμενε χρόνια, ήταν η έναρξη της πραγματικής του ζωής. Σκεφτόταν τις θλιβερές μέρες στη ΣτρατιωτικήΑκαδημία, θυμήθηκε ταπικρά βράδιαπουμελε- τούσε, όταν απέξω άκουγε να περνάν στους δρόμους οι ελεύ- θεροι και υποθετικά ευτυχισμένοι άνθρωποι · τα χειμερινά εγερτήρια στους παγωμένους κοιτώνες, όπου λίμναζε ο εφι- άλτης της τιμωρίας.Θυμήθηκε τηνκαταδίκητούναμετράμία μία τις μέρες, που έμοιαζαν να μην τελειώνουν ποτέ. Τώρα επιτέλους ήταν αξιωματικός, δεν χρειαζόταν πια να χαλάει τα μάτια του πάνω απ’ τα βιβλία, ούτε να τρέμει στη φωνή του λοχία, βεβαίως όλα αυτά είχαν περάσει. Όλες εκείνες οι μέρες, που τις είχε μισήσει, είχαν πλέον χαθεί

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=