Η εποχή του κακού

14 D E E P T I K A P O O R στο Ούταρ Πραντές. Κάθε μέρα αυτοί οι άντρες ξυπνούσαν πριν από το ξημέρωμα για να πάνε περπατώντας στο παζάρι των εργα- τών στο Κόμπανι Μπαγκ, προσπαθώντας να βγάλουν ό,τι μερο- κάματο μπορούσαν να βρουν –μάγειρας σε ντάμπα , * σερβιτόρος σε γάμο, εργάτης οικοδομής– ώστε να στείλουν λεφτά πίσω στα χωριά τους, πληρώνοντας για τον γάμο μιας αδελφής, το σχολείο ενός αδελφού, τα καθημερινά φάρμακα ενός πατέρα. Ζώντας μέ- ρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, οι εργαζόμενοι φτωχοί, παλεύουν να επιβιώσουν. Γυρίζοντας να κοιμηθούν σ’ αυτό το γυμνό σημείο μόλις πέσει το σκοτάδι, κοντά στην Περιφερειακή Οδό, κοντά στο Νίγκαμποντ Γκατ. Κοντά στην κατεδαφισμένη παραγκούπολη του Γιάμουνα Πούστα που υπήρξε το σπίτι τους. Όμως οι εφημερίδες δεν ασχολούνται μ’ αυτούς τους τρεις άντρες. Τα ονόματά τους εξαφανίζονται μαζί με τ’ αστέρια την αυγή. Ένα αστυνομικό βαν με τέσσερις αστυνομικούς καταφθάνει στον τόπο της σύγκρουσης. Βγαίνοντας αντικρίζουν τα πτώματα και το πλήθος που έχει μαζευτεί τώρα γύρω από το αυτοκίνητο και θρηνεί θυμωμένο. Κάποιος είν’ ακόμα μέσα! Ένας νεαρός άντρας, κάθεται στητός, με τα χέρια γύρω απ’ το τιμόνι και τα μάτια κλει- σμένα σφιχτά. Είναι νεκρός; Πέθανε σ’ αυτή τη θέση; Οι αστυνο- μικοί σπρώχνουν τον όχλο στην άκρη και κοιτάνε μέσα. «Κοιμά- ται;» ρωτάει ένας αστυνομικός τους συναδέλφους του. Αυτά τα λόγια κάνουν τον οδηγό να στρίψει το κεφάλι του και να ανοίξει, σαν τέρας, τα μάτια. Ο αστυνομικός τον κοιτάζει κατάματα και σχεδόν αναπηδά τρομαγμένος. Υπάρχει κάτι γκροτέσκο στο απα- λό, όμορφο πρόσωπο του οδηγού. Τα μάτια του είναι λάγνα κι άγρια, * Εστιατόριο στην άκρη του δρόμου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=