Η εποχή του κακού
32 D E E P T I K A P O O R Στα χωράφια η ομίχλη σηκώνεται και ξεφτίζει. Το ταξίδι με το αυτοκίνητο συνεχίζεται όλη τη μέρα, η κάψα του κρατάει αιχμάλωτο το σύμπαν όπου διασχίζουν τις μικρές πόλεις του με τους σκονισμένους σταθμούς για τα φορτηγά και τους πάγκους με τα λαχανικά. Μερικά αγό- ρια αρχίζουν να σαλεύουν σαν να ξυπνάνε από νάρκη, ψι- θυρίζοντας αναμεταξύ τους, ενώ προσπαθούν να προστα- τευτούν από τη λάμψη του ήλιου, τη σκόνη και τον αέρα. Ο Ατζέι ρίχνει κλεφτές ματιές και δεν μιλάει με κανέναν. Προσπαθεί να θυμηθεί το πρόσωπο του πατέρα του, το πρόσωπο της αδελφής του, το πρόσωπο της μητέρας του. Προσπαθεί να θυμηθεί τον δρόμο για το σπίτι. Το απόγευ- μα ξυπνάει χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι είχε απο- κοιμηθεί και βλέπει μια πόλη με φαρδιές λεωφόρους, με- γαλοπρεπή κτίρια και κήπους με πολύχρωμα ανθισμένα λουλούδια, έναν κόσμο που νομίζει ότι είναι σε όνειρο. Όταν ξυπνάει πάλι, ο ήλιος κοντεύει να δύσει και δια- σχίζουν έναν στενό δρόμο που ανηφορίζει προς μια ορο- σειρά, με μια πλαγιά από χαλίκι στα δεξιά και κυματιστούς λόφους πίσω τους. Κοιτάζει τα άλλα αγόρια στα μάτια και επιτέλους μιλάει. «Πού είμαστε;» ρωτάει. «Στο Παντζάμπ». «Πού πάμε;» Ένα αγόρι γνέφει προς τα πάνω. «Εκεί πάνω». «Γιατί;» Το αγόρι αποστρέφει το βλέμμα του. «Για να δουλέψουμε» απαντάει ένα άλλο.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=