Η εποχή του κακού

30 D E E P T I K A P O O R νει κι ο βοηθός, και μες στο θαμπό μισοσκόταδο παίρνουν ένα μονοπάτι όλο λακκούβες με κατεύθυνση τον μαύρο ορίζοντα που διαπερνούν τ’ αστέρια. Ο Ατζέι κάθεται μαρ- μαρωμένος ανάμεσα στα σκυθρωπά αγόρια που τρέμουν απ’ το κρύο. Οι κουβέρτες δεν καταφέρνουν να τα κρατή- σουν ζεστά. Κουβαριάζονται το ένα δίπλα στ’ άλλο στην πλευρά του κλουβιού που ακουμπάει στην καμπίνα, κοι- τάζοντας προς την ανατολή, βλέποντας τα σπίτια τους να χάνονται στο βάθος και περιμένοντας την αυγή. Σταματάνε σε μια πολύβουη ντάμπα λίγο πριν απ’ την ανατολή για να κατουρήσουν. Ένα αδιάφορο κυλινδρικό φως συγκεντρώνει γύρω του νυχτοπεταλούδες όλο λαχτά- ρα. Από το στόμα των φορτηγατζήδων που ξεκουράζονται βγαίνει αχνός. Οχήματα διασχίζουν τον αυτοκινητόδρο- μο. Τριγύρω απλώνονται παντού σταροχώραφα καλυμμέ- να με ομίχλη. Ο βοηθός, ένας κοκαλιάρης, σκουρόχρω- μος, βλογιοκομμένος άντρας με στριφτό μουστάκι, μακρύ πρόσωπο και στενά μάτια, ανοίγει το πίσω μέρος του κλου- βιού. Τους προειδοποιεί να μην το βάλουν στα πόδια κα- θώς τους οδηγεί στο χαντάκι για να κατουρήσουν, και για να είναι σίγουρος, στέκεται από πίσω τους παίζοντας στα χέρια του το μαχαίρι. Η ομίχλη γίνεται πιο πυκνή, ο ήλιος εμφανίζεται για λίγο σαν ένας χλωμός ασημένιος δίσκος κι έπειτα χάνεται. Κλειδωμένα πάλι πίσω στο φορτηγό, δί- νουν στα αγόρια πιτάκια ρότι και τσάι, ενώ ο τεκεντάρ κι ο βοηθός κάθονται σ’ ένα πλαστικό τραπέζι μπροστά και πα- ραγγέλνουν άλου παράτα . Αυτή είναι η στιγμή. Ένα από τα κλειδωμένα αγόρια, με κοκαλιάρικο στήθος

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=