Η εποχή του κακού
29 Η Ε Π Ο Χ Η Τ Ο Υ Κ Α Κ Ο Υ αυτούς. Ο Ατζέι παρακολουθεί σιωπηλός, κρυμμένος στο διπλανό χωράφι. Στο σκασμένο χώμα, κάτω απ’ τα πόδια του υπάρχει μια κατσαρίδα. Σκεπάζει τ’ αυτιά του για να μην ακούει τις κραυγές και λιώνει την κατσαρίδα με την πατούσα του. Και μετά το βάζει στα πόδια. Όταν γυρίζει δυο ώρες αργότερα, η αδελφή του κλαίει με λυγμούς σε μια γωνιά της καλύβας και η μητέρα του ανάβει φωτιά. Λίγες ώρες αργότερα εμφανίζεται ο τεκεντάρ , ο ντόπιος εργολάβος. Δίνει τα συλλυπητήριά του και, γνωρίζοντας την επισφαλή κατάστασή τους, προτείνει να ξεπληρώσει το χρέος τους ο ίδιος. Μπορούν να τον εξοφλήσουν μ’ έναν απλό και αξιοπρεπή τρόπο. 3 Τον Ατζέι δεν τον ρωτάνε. Το επόμενο πρωί πριν ξημερώ- σει τον φορτώνουν στο πίσω μέρος ενός Τέμπο που μετα- φέρει οχτώ αγόρια που δεν τα έχει ξαναδεί. Είναι ένα πα- λιό όχημα με μια σαραβαλιασμένη καμπίνα κι ένα βρόμι- κο κλουβί τοποθετημένο στην καρότσα που έχει την ορο- φή του ανοιχτή στ’ αστέρια ώστε το ανθρώπινο φορτίο να μπορεί να βλέπει αλλά να μην μπορεί να δραπετεύσει. Ο Ατζέι δεν έχει τίποτε άλλο εκτός από τα παλιά του ρούχα και μια λερωμένη κουβέρτα. Η μητέρα του κι η αδελφή του στέκονται και τον κοιτάνε από κάποια απόσταση κι έπειτα στρίβουν και φεύγουν. Το αυτοκίνητο περιμένει στον χωματόδρομο με τη μηχανή αναμμένη πλάι στο χα- ντάκι με τα λύματα. Έπειτα μπαίνει μέσα ο τεκεντάρ , μπαί-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=