Η εποχή του κακού

26 D E E P T I K A P O O R τους Πάσι και τους Κόρι–, τον αποφεύγουν, τον αγνοούν. Την ώρα του μεσημεριανού γεύματος τους αναγκάζουν να περιμένουν χωριστά, καθισμένοι στο χαλικόστρωτο έδα- φος, ενώ τα παιδιά από τις κάστες κάθονται σταυροπόδι σε σειρές πάνω στην ξύλινη εξέδρα τρώγοντας το φαγητό τους μέσα σε φύλλα μπανάνας. Όταν τελειώνουν το γεύ- μα τους, είναι η σειρά των άθικτων, με μερίδα λειψή και νερωμένη. Μετά το φαγητό βάζουν τον Ατζέι να δουλέ- ψει. Σκουπίζει το πάτωμα, καθαρίζει τα ξεραμένα κακά από τις γωνίες, σκουπίζει τα κακά της σαύρας από το περ- βάζι. Μια μέρα ένα ψόφιο σκυλί είναι πεσμένο δίπλα στον τοίχο της αυλής, τουμπανιασμένο, σαπισμένο και δαγκω- μένο από τα φίδια. Τον βάζουν να δέσει ένα σκοινί στο πί- σω του πόδι και να το σύρει μακριά. Μέσα στην απογευματινή ζέστη περπατάει αρκετά χι- λιόμετρα για να γυρίσει στο σπίτι και να βοηθήσει τη Χέ- μα με την κατσίκα. Περνάει μπροστά από τον ναό του Χα- νουμάν, μπροστά από τα αγόρια που παίζουν κρίκετ. Κρα- τάει μια απόσταση ασφαλείας. Τρία χρόνια πριν έκανε το λάθος να πιάσει την μπάλα που είχε ξεφύγει και να την πε- τάξει πίσω με όλη του τη δύναμη. Την μπάλα την απέφυ- γαν σαν να ’ταν λεπρός και τον Ατζέι τον κυνήγησαν μες στα χωράφια. Το ’σκασε πηδώντας πάνω από την τάφρο με τα λύματα. Του είπαν: Άγγιξε ξανά την μπάλα και θα σου κόψουμε χέρια και πόδια, θα τους βάλουμε φωτιά κι εσένα θα σε ρίξουμε στο πηγάδι. Είναι χίλια εννιακόσια ενενήντα ένα κι ο πατέρας του έχει μπλέξει σε μπελάδες. Η κατσίκα τους λύθηκε απ’ το σκοι-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=