Η εποχή του κακού

19 Η Ε Π Ο Χ Η Τ Ο Υ Κ Α Κ Ο Υ «Επάγγελμα;» «Οδηγός». «Ποιος είναι ο εργοδότης σου;» Ο υπάλληλος τον κοιτάζει πάνω από τα γυαλιά του. «Πώς ονομάζεται ο εργοδότης σου;» «Γκόταμ Ράτορ». Του κρατάνε δέκα χιλιάδες ρουπίες από τα λεφτά του, τις υπό- λοιπες του τις επιστρέφουν. «Βάλ’ τες στην κάλτσα σου» λέει ο υπάλληλος. Η καταχώρισή του ολοκληρώνεται και τον στέλνουν στο Κελί Νο 1. Μέσα από την αυλή τον οδηγούν στις φυλακές, διασχίζουν σκο- τεινούς διαδρόμους και φτάνουν σ’ ένα φαρδύ κελί όπου ζουν στρι- μωγμένοι άλλοι εννιά κρατούμενοι. Ρούχα κρέμονται στα κάγκε- λα θυμίζοντας υπαίθριο πάγκο της αγοράς και το δάπεδο είναι κα- λυμμένο με ξεχαρβαλωμένα στρώματα, κουβέρτες, κουβάδες, μπό- γους και σακιά. Στη γωνία υπάρχει μια μικρή τούρκικη τουαλέτα. Παρόλο που δεν υπάρχει ελεύθερος χώρος, ο δεσμοφύλακας δια- τάζει να αδειάσουν γι’ αυτόν μια στενή θέση στο κρύο πάτωμα δί- πλα στην τουαλέτα. Αλλά δεν υπάρχει διαθέσιμο στρώμα. Ο Ατζέι απλώνει στο πέτρινο πάτωμα την κουβέρτα που του έδωσαν. Κά- θεται με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο, κοιτάζοντας ευθεία μπροστά με άδειο βλέμμα. Μερικοί από τους συγκρατούμενούς του πλησιάζουν και του λένε το όνομά τους, αλλά εκείνος δεν λέει τίποτα, δεν αντιδράει καθόλου. Κουλουριάζεται γύρω από τον εαυτό του και κοιμάται. Όταν ξυπνάει, βλέπει έναν άντρα να στέκεται από πάνω του. Ηλι- κιωμένος, με λειψά δόντια και βλέμμα μανιακού. Πάνω από εξή-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=