Η εποχή της δωρεάς

Η Ε Π Ο Χ Η Τ Η Σ Δ Ω Ρ Ε Α Σ 39 Oι αντανακλάσεις από τα φώτα της όχθης σχημάτιζαν έλικες και τεθλασμένες στη νεροσυρμή, που κάθε τόσο αναστατωνόταν από το φωσφορισμό των φινιστρινιών περαστικών πλοίων, τις πένθιμες μάζες των φορτηγίδων που διακρίνονταν από τα δεξιά και αριστερά φανάρια τους ή τα περιπολικά του ποταμού που πηδούσαν από κύμα σε κύμα εύστοχα και γρήγορα σαν γου­ μπριά. Κάποια στιγμή παραμερίσαμε για να περάσει ένα επιβα­ τικό, υψωμένο σαν φωταγωγημένη πολυκατοικία πάνω στο νερό – από το Χονγκ Κονγκ είπε ο καμαρότος, καθώς γλιστρούσε δίπλα μας· οι ποικίλες νότες των σειρήνων του αντηχούσαν τριγύρω μας λες και μυθικά μαστόδοντα στοίχειωναν ακόμη τα έλη του Τάμεση. Ένα κουδουνάκι σήμανε και ο καμαρότος με οδήγησε πίσω στην τραπεζαρία. Ήμουν ο μοναδικός επιβάτης. «Δεν έχουμε πολλούς τον Δεκέμβριο» είπε. «Τέτοια εποχή κοπάζει η κίνηση». Όταν τέλειωσε το σερβίρισμα, έβγαλα από το σάκο μου ένα και­ νούργιο καλοδεμένο ημερολόγιο, το άνοιξα πάνω στην πράσινη τσόχα κάτω από ένα ρόδινο αμπαζούρ και έγραψα τις πρώτες αράδες μου, καθώς το αλατοπίπερο και η φιάλη του κρασιού τριζοβολούσαν στις βάσεις τους. Ύστερα βγήκα στο κατάστρω­ μα. Τα φώτα της όχθης από τις δύο πλευρές της κουπαστής είχαν αραιώσει, αλλά το μάτι ξεχώριζε τη μακρινή φεγγοβολή από άλλα πλεούμενα και –στις εκβολές του ποταμού– από μικρές πόλεις που η απόσταση είχε συρρικνώσει σε χλωμούς αστερι­ σμούς. Εδώ και κει διακρίνονταν σκόρπιες σημαδούρες και η ανιχνευτική λάμψη ενός φάρου. Σφραγισμένο πίσω από τους μαιάνδρους του νερού, το Λονδίνο είχε εξαφανιστεί και μονάχα μια πυρρόχρωμη καταχνιά μαρτυρούσε τα κατατόπια του. Αναρωτιόμουν πότε θα ξαναγύριζα. Η έξαψή μου κρατούσε τον ύπνο μακριά· πόσο σημαντική φάνταζε η νύχτα! Και ήταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=