Η εποχή της δωρεάς

Η Ε Π Ο Χ Η Τ Η Σ Δ Ω Ρ Ε Α Σ 37 της γέφυρας με τεντωμένους λαιμούς να ανεμίζουν τα χέρια πί­ σω από τα σφυρήλατα τετράφυλλα. Για να προφυλάξει τα μαλλιά της από τη βροχή η δεσποινίς Ψηλά Τακούνια είχε φορέσει μουσα­ μαδένια κουκούλα σαν του καρβουνιάρη. Εγώ έκανα τρελά σι­ νιάλα καθώς λύνονταν τα σκοινιά και η σκάλα σηκωνόταν. Ξαφ­ νικά τους έχασα από τα μάτια μου. Η αλυσίδα της άγκυρας κρο­ τάλισε στο αριστερό πλευρό μας, και το καράβι μπήκε στο ρέμα με ένα σκούξιμο της σειρήνας του. Αναζητώντας άσυλο στο μικρό σαλόνι με ένα αίσθημα απροσδόκητης μοναξιάς –παροδικό είναι αλήθεια–, σκεφτόμουν τι παράξενο που ήταν να σαλπάρω έτσι από την καρδιά του Λονδίνου χωρίς τα αστραφτερά ανεμόβραχα και το θρουψάλιασμα των κοχλαδιών της παραλίας του Nτόβερ 30 . Σαν να μην έφευγα για το Βυζάντιο αλλά για το Ρίτσμοντ ή για ένα δείπνο με ψαρομεζέδες στο Γκρέιβσεντ. Τα μεγάλα σκάφη από τις Κάτω Χώρες έριχναν συνήθως άγκυρα στο λιμάνι του Χάργουιτς – είπε ο καμαρότος. Όμως τα μικρότερα όπως το Στάτχουντερ πάντοτε έπιαναν εδώ. Από τον καιρό της πρώτης βασίλισσας Ελισάβετ, καράβια από το Ζουίντερ Ζέε ξεφόρτωναν χέλια ανάμεσα στον Πύργο και τη Γέφυρα του Λονδίνου. Ύστερα από ώρες ανελέητου κατακλυσμού, η βροχή σταμάτησε σαν από θαύμα. Πάνω από τα κύματα του καπνού είχα μια φευ­ γαλέα εικόνα από γοργόφτερα περιστέρια, σποραδικούς θόλους και καμπαναριά, μερικά παλαντιανά 31 , κάτασπρα σαν κόκαλο, που πυργώνονταν βροχοπλυμένα σε έναν ουρανό από καλάι, ασήμι και πατιναρισμένο ορείχαλκο. Πίσω τους, οι χαλύβδινες τραβέρσες έδιναν σχήμα στον ολοένα σκουρότερο όγκο της Γέ­ φυρας του Λονδίνου· πιο πέρα, οι σκιές των γεφυριών του Σάουθ­ γουοκ και του Μπλάκφραϊαρ έσχιζαν τη νεροπλημμύρα. Στο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=