Η εποχή της δωρεάς
Π Α Τ Ρ Ι Κ Λ Η Φ Ε Ρ Μ Ο Ρ 46 σ’ ένα μπαρ του λιμανιού με πήρε ο ύπνος ανάμεσα στα ποτήρια της μπίρας και, όταν ξύπνησα, δεν ήξερα πια πού βρισκόμουν. Ποιοι ήταν αυτοί οι μαουνιέρηδες με τα μυτερά σκουφιά, τις φανέλες και τις ναυτικές γαλότσες; Έπαιζαν ένα είδος ουίστ, πνιγμένοι σε ομίχλη σέρτικου καπνού, και τα σημαδεμένα χαρ τιά που χτυπούσαν στο τραπέζι ήταν στολισμένα με κούπες, σπαθιά και μπαστούνια· οι βασίλισσες φορούσαν ακιδωτές κο ρόνες, οι ρηγάδες και οι βαλέδες είχαν μανίκια ψαλιδισμένα και ντουμπλαρισμένα με στόφες διαφορετικού χρώματος και καπέ λα με φτερά στρουθοκαμήλου σαν του Φραγκίσκου του Α΄ή του γερμανού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού. Τα βλέφαρά μου πρέπει να βάρυναν πάλι, γιατί με τα πολλά κάποιος με ξύπνησε και με οδήγησε σαν υπνοβάτη στο ανώγειο, για να με μπάσει σε μια καμαρούλα με χαμηλή λοξή στέγη και ένα πάπλωμα σαν γιγάντια μαρέγκα. Χώθηκα αμέσως αποκάτω. Δεν πρόλαβα να παρατη ρήσω άλλο από μια ελαιογραφία της βασίλισσας Βιλελμίνης στο κεφαλάρι και μια γκραβούρα της Συνόδου του Nτορτ 34 στα πόδια του κρεβατιού προτού σβήσω το κερί. Εκτός από το χιονόλευκο τοπίο, τα σύννεφα και τη δεντροσκίαστη νεροσυρμή του ποταμού Μέρβεντε, οι δυο μέρες που ακολούθησαν δεν άφησαν πίσω τους σχεδόν τίποτα άλλο από τα ονόματα των μικρών πόλεων όπου διανυκτέρευσα. Πρέ πει να ήταν περασμένη η ώρα όταν κινούσα από το Nτόντρεχτ. O επόμενος σταθμός μου, το Σλίντρεχτ, βρίσκεται ελάχιστα χι λιόμετρα πιο πέρα και ο μεθεπόμενος όχι πολύ περισσότερα. Στη μνήμη μου έχουν χαραχτεί τμήματα από παλιά τείχη, λιθόστρω τες ρούγες, ένας προμαχώνας και φορτηγίδες ρυμουλκημένες στην ακροποταμιά, προπάντων όμως η φυλακή της πόλης: Κά ποιος μου είχε πει πως οι φτωχοί ταξιδιώτες στην Oλλανδία μπο ρούσαν να ζητήσουν κατάλυμα σε αστυνομικά τμήματα – και
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=