Η εποχή της δωρεάς
Η Ε Π Ο Χ Η Τ Η Σ Δ Ω Ρ Ε Α Σ 45 να φάω μια μεγάλη φέτα ψωμί και ένα κομμάτι κίτρινο τυρί που ο μπακάλης του χωριού είχε κόψει από μια κόκκινη μπάλα. Το ένα βέλος της πινακίδας έδειχνε προς Άμστερνταμ και Oυτρέχτη, το άλλο προς Nτόντρεχτ, Μπρέντα και Αμβέρσα και γω υπάκου σα στο δεύτερο. Η διαδρομή ξετυλιγόταν παράλληλα μ’ ένα πο τάμι τόσο ορμητικό, που το νερό του δεν πρόφταινε να παγώσει, και οι όχθες του ήταν γεμάτες πυκνά αγκαθόβατα, φουντουκιές και βούρλα. Από την κουπαστή μιας γέφυρας είδα μια ολόκληρη πομπή από μαούνες που γλιστρούσαν με τη φορά του ρέματος στα απόνερα ενός βρυχώμενου ρυμουλκού που τις οδηγούσε στο Ρότερνταμ· λίγο πιο κάτω, ένα νησάκι, λιγνό σαν σαΐτα υφά ντρας, χώριζε τα νερά στη μέση. Φάνταζε σαν πλωτό άλσος ζω σμένο με καλαμιές· ένα μικρό κάστρο με πυραμιδωτή στέγη από ξυλοκέραμα και πυργόπουλα με κωνικά σκέπαστρα αναδυόταν ειδυλλιακά από το μαγνάδι της φυλλωσιάς. Oυρανομήκη καμπα ναριά ήταν σπαρμένα στο τοπίο. Φαίνονταν με γυμνό μάτι από απόσταση και μέσα στο απομεσήμερο ξεχώρισα ένα σαν σημάδι και προορισμό μου. Είχε πια νυχτώσει όταν πλησίασα αρκετά για να ανακαλύψω πως ο πύργος, που είχε συναθροισμένη στα πόδια του την πόλη του Nτόντρεχτ, βρισκόταν στην απέναντι όχθη ενός φαρδύ πο ταμού. Πέρασα αντίκρυ μ’ ένα φέρι μπόουτ αφού είχα ξαστοχή σει τη γέφυρα μες στο σκοτάδι. Κάτω από το καμπαναριό με τις κάργιες ξεδιπλωνόταν μια πολυάσχολη αμφίβια πόλη· ήταν κα μωμένη από καιροφαγωμένο τούβλο, σμιχτά αετώματα, πέταυ ρα και χιονισμένα κεραμίδια, διαιρεμένη από κανάλια και συν δεμένη ξανά με γεφύρια. Πλήθος αγκυροβολημένες σχεδίες φορτωμένες ξυλεία σχημάτιζαν χαλαρές προεκτάσεις μόλων που ταλαντεύονταν από άκρη σε άκρη όταν ο κυματισμός από περα στικά σκάφη άγγιζε την πλώρη τους. Μετά το βραδινό φαγητό
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=