Η εποχή της δωρεάς
Π Α Τ Ρ Ι Κ Λ Η Φ Ε Ρ Μ Ο Ρ 42 σαμε τα ποτήρια· εκείνος άδειασε το δικό του μονοκοπανιά και έκανα και εγώ το ίδιο. Με τα κατευόδια του να κουδουνίζουν στ’ αυτιά μου, ένα σύφλογο από γουλιές του μπολς στα σωθικά μου και το χέρι μου να τσούζει από το αποχαιρετιστήριο σφίξιμο, έβαλα μπροστά. Αυτή ήταν η επίσημη έναρξη του ταξιδιού μου. Δεν είχα απομακρυνθεί πολύ όταν αισθάνθηκα την ανοιχτή πύλη της Γκρότε Κερκ –του συσσωματωμένου στο τεράστιο κα μπαναριό καθεδρικού ναού– να με προσκαλεί. Πλημμυρισμένη από αχνό πρωινό φως, η κοίλη επιφάνεια της γκρίζας λιθοδομής και του ασβέστη ολοκληρωνόταν σε οξυγώνιες αψίδες πάνω από το κεφάλι μου, ενώ, κάτω από τα βήματά μου, το δάπεδο σχη μάτιζε σκακιέρα από άσπρες και μαύρες πλάκες. Το θέαμα αντα ποκρινόταν πειστικά σε ένα πλήθος μισοξεχασμένους ολλανδι κούς πίνακες και η φαντασία μου αυτόματα γέμισε το κενό με συντροφιές από φιγούρες του 17ου αιώνα που θα πρέπει να κά θονταν ή να περιφέρονταν εκεί μέσα: αστούς με μυτερές στα ράτες γενειάδες –και τ’ αθεόφοβα σκυλάκια τους που δεν εννοού σαν να περιμένουν απέξω– να συζητούν σοβαρά με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, ασάλευτοι σαν πιόνια σκακιού, με επίσημες μαύρες τσόχινες φορεσιές και απαράλλαχτες κολλαριστές τρα χηλιές, κάτω από τις μεγαλόπρεπες και στολισμένες με οικόση μα κολόνες. Εκτός από τούτη την εκκλησιά, η όμορφη πόλη ήταν γραφτό να μεταμορφωθεί σε ερείπια από τους βομβαρδι σμούς λίγα χρόνια αργότερα: Η βιασύνη μου να την αφήσω θα ήταν μικρότερη αν το ήξερα τότε. Δεν είχε περάσει ούτε μια ώρα που βάδιζα με σταθερό τριζά το βήμα δίπλα σε παγωμένα χνάρια τροχών ενός επιχωματωμένου δρόμου και τα περίχωρα του Ρότερνταμ είχαν κιόλας χαθεί στη χιονιά. Μετέωρος και πλαισιωμένος από ιτιές, ο δρόμος προχω ρούσε ολόισια ως εκεί που έφτανε το μάτι –που όμως δεν έφτα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=