Η εποχή της δωρεάς
Η Ε Π Ο Χ Η Τ Η Σ Δ Ω Ρ Ε Α Σ 41 βαλλαν εδώ και κει και η πολυγωνική κλιμάκωση ενός πελώριου και περίτεχνου γοτθικού καμπαναριού δέσποζε πάνω στις κάθε τες σκεπές. Τη στιγμή που το περιεργαζόμουν άκουσα το ρολόι του να σημαίνει πέντε φορές. Τα στενορύμια οδηγούσαν στο Μπούμγες, μια μακριά προ κυμαία με δεντροστοιχίες και αγκυροβόλια που με τη σειρά της έβγαζε σ’ έναν φαρδύ παραπόταμο του Μόζα και ένα στόλο από αχνοδιάκριτα σκάφη. Γλάροι έκρωζαν γυροφέρνοντας πάνω μου και μετά βουτούσαν στην ανταύγεια των φαναριών αφήνοντας μικροσκοπικά χνάρια στο χιονισμένο πλακόστρωτο ή θρονιάζο νταν στα ξάρτια των δεμένων καραβιών προκαλώντας μικρές εκρήξεις χιονιού. Τα καφενεία και οι ταβέρνες των ναυτικών στο πίσω μέρος της προκυμαίας ήταν όλα κλειστά εκτός από ένα μοναδικό μαγαζί που έριχνε μια γεμάτη υποσχέσεις ακτίνα φω τός. Το στόρι ανέβηκε και ένας γεροδεμένος άντρας με ξυλοπά πουτσα άνοιξε την τζαμόπορτα, ακούμπησε έναν ριγωτό γάτο στο χιόνι και ξαναμπήκε στο μαγαζί για να ανάψει τη σόμπα. O γάτος τον ακολούθησε αμέσως· εγώ τον μιμήθηκα, και ο καφές με τα τηγανητά αυγά που στη συνέχεια παράγγειλα με νοήματα ήταν τα νοστιμότερα της ζωής μου. Πρόσθεσα και δεύτερη με γάλη παράγραφο στο ημερολόγιό μου –είχε αρχίσει κιόλας να μου γίνεται πάθος– και, καθώς ο μαγαζάτορας γυάλιζε τα ποτή ρια και τα φλιτζάνια του για να τα τοποθετήσει σε αστραφτερές σειρές, άρχισε να ξημερώνει, με το χιόνι ακόμη να πέφτει στο χλωμό φόντο του ουρανού. Ξαναφόρεσα τη χλαίνη μου, φορτώ θηκα το σακίδιό μου, χούφτιασα το ραβδί μου και προχώρησα προς την πόρτα. Τότε ο μαγαζάτορας με ρώτησε πού πήγαινα. «Στην Κωνσταντινούπολη» είπα. Τα φρύδια του σηκώθηκαν και μου έγνεψε να περιμένω· πήρε δυο ρακοπότηρα και τα γέμισε με διάφανο ποτό από ένα ψηλό κεραμικό μπουκάλι. Τσουγκρί
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=