Η επιστροφή της Πηνελόπης

11 Η Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ο Φ Η Τ Η Σ ΠΗ Ν Ε Λ ΟΠΗ Σ Πρέπει να το είπα τόσο φυσικά, που τον ξάφνιασα. «Σαν να ήταν χτες!» σχολίασε γελώντας και μου έκανε νόημα να περάσω. Εγώ όμως πάντα πίστευα και τόλεγα στο νου μου πως θα γυρίσεις , όλους σου σα χάσεις τους συντρόφους . * Η τσάντα είχε γίνει βαριά στα γόνατά μου, σαν μεγάλο παιδί. Με το που πάτησα στον τόπο της Σμύρνης, διαπίστωσα με έκπλη- ξη ότι τα πράγματα απέκτησαν διαφορετική βαρύτητα. Κουβαλού- σα ανθρώπους, τους ανθρώπους μου, κι όχι μονάχα τις μνήμες τους, ούτε μόνο τα πολλά λόγια τους, αφηγήσεις χρόνων και καιρών · τα «μην ξεχάσεις και τούτο», «μην ξεχάσεις και τ’ άλλο» τους, με την αγωνία μήπως η απόγονος λησμονήσει. «Τις παλιές ιστορίες που συνέβησαν εδώ τις θυμάται ο ήλιος. Τις φυλάει στο άρμα του» μου υπέδειξε ήσυχα η Πηνελόπη, της οποίας ήμουν η συνέχεια. Ακουγόταν πιο πάνω από τον δυνατό ήχο των τραγουδιών. «Σαν κοχύλι είναι το αυτί σου» παραπίσω άκουσα που σχολίασε η θεία μου, η ζωγράφος, με θαυμασμό. «Κάποια φορά πάλι θα το ζωγραφίσω, Πένι» υποσχέθηκε. «Όπως όταν ήσουν μικρή, θυμάσαι;» Στα περίχωρα της Σμύρνης, μου διάλεξε η μνήμη μια παλιά σκηνή. «Ποια είναι η πατρίδα μου; Πείτε μου επιτέλους!» ρωτούσα · ήμουν κοριτσάκι κι είχα πάλι επισκεφθεί τη γιαγιά Πηνελόπη και τις θείες μου στην Ελλάδα το καλοκαίρι. Από την Αγγλία ή από κάποια άλλη από τις χώρες όπου είχε υπηρετήσει ο πατέρας μου ως διπλωμάτης. * Ομήρου Οδύσσεια , ν 339-340.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=