Η επιστροφή της Πηνελόπης

Τ ο ταξί έτρεχε σαν βέλος πάνω στον αυτοκινητόδρομο που ενώ- νει το αεροδρόμιο της Σμύρνης με την πόλη. Από τη θέση μου στο πίσω κάθισμα έριχνα ματιές στο κοντέρ. Ο Τούρκος οδηγός έπαι- ζε μπαινοβγαίνοντας στο ανώτατο όριο ταχύτητας. Καλά έκανε. Βιαζόμασταν. Από τον καθρέφτη κι αυτός έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος μου, μελετώντας με. Δεν απέφυγα το βλέμμα του, περίεργη αν θα το δει. Άραγε φαινόμουν πως είμαι μια απόγονος Σμυρνιά που επέστρεψε; Στέλνοντάς μου ένα χαμόγελο μέσα από τον καθρέφτη, άνοιξε το ραδιόφωνο για να με ευχαριστήσει, εμένα την ξένη, και βρήκε ψάχνοντας έναν σταθμό που έπαιζε τραγούδια σε ευρωπαϊκούς σκο- πούς με τουρκικούς στίχους. «Δεν είμαι ξένη» σκεφτόμουν να πω, αν έπρεπε να του απαντήσω, αλλά ήμουν ακόμη πολύ καινούργια στον τόπο μου, μόλις είχα φτάσει, κι είχα αμηχανία για τις επόμενες και μεθεπόμενες κουβέντες μας. Αμίλητη, χαμογέλασα κι εγώ. Έτσι, πρόδωσα τον δισταγμό μου · βρήκε την ευκαιρία και το έσκασε. Ο ταξιτζής εξέλαβε τη σιωπή μου ως ενθαρρυντική απάντηση και, συμφωνώντας με τα χίλια τόσα που δεν ειπώθηκαν, δυνάμωσε τον ήχο. Έστρεψα το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο, στο σκοτάδι που απλωνόταν στο βάθος μακριά και δεν το έφταναν οι λάμπες του δρόμου για να το σπάσουν. Μόνο το άγγιζαν κατά διαστήματα. Σκοτάδι-φως, σκοτάδι-φως. Μαύρο-άσπρο, μαύρο-άσπρο. Λύπη- χαρά, κακό-καλό. Παρόμοια ακραία κι αντίθετα, με ταχύτατη εναλ- λαγή επίσης, κινούνταν και τα συναισθήματά μου. Ασχολούμενη με αυτά, είχα ξεχάσει το χαμόγελο που είχε παγώσει στο πρόσωπό μου,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=