Η επιστροφή της Πηνελόπης

24 Ν O Ε Λ ΜΠ Α Ξ Ε Ρ Κι’ αυτό είναι εκεί το Νήριτο , το δασοφουντωμένο» . Είπε , και σκόρπισε η θεά την καταχνιά κι’ ο τόπος έδειξε , κι’ αναγάλλιασε ο δύστυχος Δυσέας πόβλεπε την πατρίδα του κι’ έσκυβε και φιλούσε το καρπερό το χώμα της και στα ψηλά ουράνια , σηκώνοντας τα χέρια του ευχόνταν στις Νεράιδες . * Τα βαποράκια κοιτούσα και τα αγκυροβολημένα πλοία και την ανατριχιασμένη θάλασσα. Όταν κοίταξα το ρολόι μου, κατάλαβα πως είχα αργήσει. Πετάχτηκα από την καρέκλα μου σαν ελατήριο, πέταξα μάνι μάνι τα πράγματά μου μέσα στην τσάντα μου κι έτρεξα προς την έξοδο. Δεν περίμενα τον ανελκυστήρα. Βρήκα τις σκάλες κι άρχισα να τις κατεβαίνω πηδώντας δυο δυο τα σκαλοπάτια. Με εφάμιλλο ενθουσιασμό, παράλληλα με μένα σε άλλους χρό- νους, είχε κατέβει τρεχαλητά τις σκάλες κι η προγενέστερή μου Πηνελόπη, το 1913. Και για εκείνη ήταν το πρώτο πρωινό στη Σμύρνη. Έτρεχε στις σκάλες ενός ξενοδοχείου κι αυτή, του Κρέμερ –εδώ παραδίπλα ήταν–, να φτάσει όσο πιο γρήγορα στο φουαγιέ, για να ξεκινήσει την ενήλικη ζωή της. Εγώ έτρεχα γιατί βιαζόμουν να επιστρέψω. Δεν ήξερα για τι ακριβώς έτρεχα. Γνώριζα μόνο ποιον θα συνα- ντούσα. Ο Πιέρο Κόμο, όρθιος με τα χέρια στη μέση σαν καπετάνιος στην πρύμνη, χάζευε τους νεοφερμένους ταξιδιώτες που προσπαθούσαν να συνεννοηθούν στη ρεσεψιόν. Γύρισε προς το μέρος μου, πριν * Ό.π., ν 344-348 και 351-355.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=