Η επιστροφή

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ 13 βλητική βιβλιοθήκη και το σκαλιστό έπιπλο από μαόνι, όπου εκείνος εργαζόταν ως αργά τη νύχτα, συχνά και τις μέρες των εορτών, ιδίως αφότου πέθανε η γυναίκα του και έμεινε χήρος. Πάνω στο παχύ χαλί που σκέπαζε το μεγαλύτερο μέρος του δαπέδου, τα δυο αγόρια ξάπλωναν μπρούμυτα, έπαιζαν ή μελετούσαν, και αργότερα, όταν μπήκαν στην εφηβεία, στοχάζονταν και μιλούσαν για τη ζωή. Πάντα εκεί κοντά στα αδύνατα, σχεδόν ξερακιανά πόδια του παππού τους, που κάθε τόσο τα κουνούσε νευρικά. Όταν δεν δούλευε με κά- ποιον από τους συνεργάτες του ή τον γιο του τον Νεκτάριο, ο παππούς διάβαζε σιωπηλά τα «αρχεία της ιστορίας», όπως έλεγε, καπνίζοντας νωχελικά το τσιγάρο του. Το κάπνιζε, το γευόταν, το κοίταζε κάθε τόσο, σαν να θαύμαζε ένα νέο πο- λύτιμο απόκτημα. Ακόμα και τότε ωστόσο έριχνε κλεφτές ματιές στα δυο νεαρά αγόρια διαπιστώνοντας κάθε φορά πόσο γρήγορα μεγάλωναν και χαμογελούσε, κουνώντας ικανοποιημένος το γέρικο κεφάλι του. Και εκεί, στον ίδιο εκείνο χώρο πρωτοδιάβασε τα ερωτι- κά σημειώματα της Μαριάννας. Συνδέθηκε μαζί της, όπως συνδέθηκε με εκείνο το δωμάτιο. Και ίσως εκείνες οι μυ- ρουδιές, εκείνο το ιδιαίτερο δωμάτιο, εκείνη η ανέμελη επο- χή ήταν ό,τι πιο τρυφερό έζησε, μαζί με την αγάπη της μάνας του φυσικά, πριν από την ψυχική της αρρώστια που την καταρράκωσε και προκάλεσε τον θάνατό της.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=