Η επινόηση της μοναξιάς
H E Π Ι Ν Ο Η Σ Η Τ Η Σ Μ Ο Ν Α Ξ Ι Α Σ 13 όμως που συνέβη δεν έχυσα δάκρυα, δεν ένιωσα να καταρρέει ο κόσμος γύρω μου. Κατά έναν παράξενο τρόπο, ήμουν απρό σμενα προετοιμασμένος να δεχτώ τούτο τον θάνατο, παρά τον αιφνίδιο χαρακτήρα του. Αυτό που με ενόχλησε ήταν κάτι άλλο, κάτι άσχετο με τον θάνατο ή την ανταπόκρισή μου σ’ αυτόν· ήταν η συνειδητοποίηση ότι ο πατέρας μου δεν άφηνε πίσω του ίχνη. Δεν είχε σύζυγο, δεν είχε οικογένεια που να εξαρτάται απ’ αυτόν, ούτε έναν άνθρωπο που η ζωή του θα άλλαζε εξαιτίας της απουσίας του. Ένα στιγμιαίο σοκ, ίσως, εκ μέρους των σκόρπιων φίλων του, που θα πάγωναν τόσο στη σκέψη ενός παράξενου θανάτου όσο και με την απώλεια του φίλου τους, ακολουθούμε νο από μια σύντομη περίοδο πένθους, κι έπειτα τίποτα. Τελικά, θα ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ. Υπήρξε απών ακόμα και προτού πεθάνει και, εδώ και πολύ καιρό, οι οικείοι του είχαν μάθει να αποδέχονται την απουσία του, να την αντιμετωπίζουν ως θεμελιώδη ιδιότητα της ζωής του. Τώρα που έφυγε, δεν θα ήταν δύσκολο για τον κόσμο να αφομοιώσει το γεγονός ότι έφυγε για πάντα. Η φύση της ζωής του είχε προετοιμάσει τους ανθρώπους για τον θάνατό του –ήταν ούτως ειπείν ένας αναμενόμενος θάνατος– και, αν κάποτε τον μνημόνευαν, αυτό θα γινόταν αόριστα και τίποτα περισσότερο. Απαλλαγμένος από πάθη που σχετίζονταν είτε με κάποιο αντικείμενο είτε με κάποιο πρόσωπο ή μια ιδέα, ανίκανος ή απρόθυμος να εκδηλώσει συναισθήματα σε οποιεσδήποτε συν θήκες, κατάφερε να κρατηθεί σε απόσταση από τη ζωή, να απο φύγει την κατάδυση στην ουσία των πραγμάτων. Έτρωγε, πή γαινε στη δουλειά του, είχε φίλους, έπαιζε τένις, κι όμως ήταν απών. Ήταν, με τη βαθύτερη, την πιο σταθερή έννοια, ένας αόρατος άνθρωπος. Αόρατος για τους άλλους και, το πιθανότε ρο, αόρατος και για τον ίδιο του τον εαυτό. Αν όσο ζούσε δεν έπαψα ποτέ να τον αναζητώ, αν πάσχιζα να ανακαλύψω τον
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=