Η επινόηση της μοναξιάς
P A U L A U S T E R 12 Έμαθα τα νέα για τον θάνατο του πατέρα μου πριν από τρεις εβδομάδες. Ήταν Κυριακή πρωί, κι εγώ βρισκόμουν στην κου ζίνα ετοιμάζοντας το πρωινό του μικρού μου γιου, του Ντέιβιντ. Στο πάνω πάτωμα η γυναίκα μου ήταν ακόμη στο κρεβάτι, κάτω από τα ζεστά παπλώματα, απολαμβάνοντας μερικές επιπλέον ώρες ύπνου. Χειμώνας στην εξοχή: ένας κόσμος σιωπής, καπνός απ’ τα ξύλα που καίγονται, λευκότητα. Το μυαλό μου ήταν γε μάτο σκέψεις για το κείμενο που έγραφα την προηγούμενη νύ χτα, και περίμενα πώς και πώς το απόγευμα, οπότε θα μπορού σα να ξαναγυρίσω στη δουλειά μου. Και τότε χτύπησε το τηλέ φωνο. Αμέσως κατάλαβα ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα. Κανείς δεν τηλεφωνεί στις οκτώ το πρωί της Κυριακής, εκτός κι αν είναι να μεταδώσει νέα που δεν μπορούν να περιμένουν. Και τα νέα που δεν μπορούν να περιμένουν είναι πάντα κακά νέα. Δεν μπορούσα να επιστρατεύσω ούτε μια εμπνευσμένη σκέψη. Πριν ακόμη μαζέψουμε τα πράγματά μας και ξεκινήσουμε για το τρίωρο ταξίδι μας προς το Νιου Τζέρσεϊ, ήξερα ότι θα έπρεπε να γράψω για τον πατέρα μου. Δεν είχα κανένα σχέδιο, δεν είχα καμιά συγκεκριμένη ιδέα τι σήμαινε αυτό. Δεν θυμάμαι καν να πήρα κάποια σχετική απόφαση. Βρισκόταν απλώς εκεί, μια βε βαιότητα, μια υποχρέωση που άρχισε να μου επιβάλλεται από τη στιγμή που έμαθα τα νέα. Σκέφτηκα ότι ο πατέρας μου πέ θανε. Αν δεν δρούσα γρήγορα, τότε ολόκληρη η ζωή του θα χανόταν μαζί μ’ εκείνον. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ακόμα και από αυτή τη μικρή απόσταση των τριών εβδομάδων, θεωρώ την αντίδραση αυτή μάλλον περίεργη. Πάντα φανταζόμουν ότι ο θάνατος θα μ’ έκα νε να μουδιάσω, θα με ακινητοποιούσε μέσα στη θλίψη. Τώρα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=