Η επινόηση της μοναξιάς

H E Π Ι Ν Ο Η Σ Η Τ Η Σ Μ Ο Ν Α Ξ Ι Α Σ 19 νται· απτά φαντάσματα καταδικασμένα να επιζούν σε έναν κό­ σμο στον οποίο δεν ανήκουν πια. Τι να σκεφτεί κανείς, για παράδειγμα, για έναν σωρό από ρούχα, αρκετά για να γεμίσουν μια ντουλάπα, που περιμένουν σιωπηλά να τα φορέσει ένας άνθρωπος που δεν θα ξανάρθει να ανοίξει την πόρτα; Ή για τα αδέσποτα πακέτα τα προφυλακτικά, διάσπαρτα σε συρτάρια ξέχειλα από εσώρουχα και κάλτσες; Ή για το ηλεκτρικό ξυράφι στο μπάνιο, που μένει ακόμη στομωμένο από τα υπολείμματα που άφησαν οι φαβορίτες στο τελευταίο ξύρισμα; Ή για τις ντου­ ζίνες τα άδεια σωληνάκια βαφής μαλλιών που είναι κρυμμένα σε ένα δερμάτινο βαλιτσάκι, αποκαλύπτοντας ξαφνικά πράγ­ ματα που κανείς δεν έχει διάθεση να δει, κανείς δεν έχει διάθε­ ση να μάθει. Υπάρχει κάτι οδυνηρό σ’ αυτό, όπως και μια αίσθη­ ση φρίκης. Τα αντικείμενα από μόνα τους δεν σημαίνουν τίπο­ τα, όπως τα μαγειρικά σκεύη κάποιου χαμένου πολιτισμού. Κι όμως κάτι μας λένε έτσι όπως στέκονται εκεί, όχι ως αντικείμε­ να αλλά ως ίχνη σκέψης, συνείδησης, ως εμβλήματα της μονα­ ξιάς μέσα στην οποία ένας άνθρωπος καλείται να παίρνει απο­ φάσεις για θέματα που τον αφορούν, είτε πρόκειται για το χρώ­ μα που θα έχουν τα μαλλιά του, είτε για το αν θα φορέσει αυτό ή το άλλο πουκάμισο, είτε για το αν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Και η ματαιότητα όλων αυτών μαζί είναι ο θάνατος. Κάθε φορά που άνοιγα ένα συρτάρι ή έχωνα το κεφάλι μου σε μια ντουλάπα, ένιωθα σαν παρείσακτος, σαν διαρρήκτης που σκαλίζει τα μυστικά μέρη του μυαλού ενός ανθρώπου. Είχα την αίσθηση πως ανά πάσα στιγμή θα έμπαινε στο δωμάτιο ο πατέ­ ρας μου, να με κοιτάξει με δυσπιστία και να με ρωτήσει: «Τι διάολο θαρρείς πως κάνεις;». Το γεγονός ότι δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί δεν μου φαινόταν δίκαιο. Δεν είχα δικαίωμα να εισβάλλω στην ιδιωτική του ζωή. Ένα νούμερο τηλεφώνου βιαστικά γραμμένο στο πίσω μέρος

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=