Η επινόηση της μοναξιάς

P A U L A U S T E R 18 έπλενε αμέσως και ανελλιπώς τα πιάτα, απλώς όμως ξεπλένο­ ντάς τα, χωρίς ποτέ να χρησιμοποιεί σαπούνι, κι έτσι κάθε πιά­ το, μικρό ή μεγάλο, κάθε φλιτζάνι, έφερε πάνω του ένα στρώμα σκούρας γλίτσας. Σε όλο το σπίτι, οι κουρτίνες των παραθύρων, που ήταν συνέχεια τραβηγμένες, είχαν φθαρεί τόσο πολύ, που η παραμικρή κίνηση μπορούσε να τις κάνει κομμάτια. Υγροί λεκέδες είχαν στάξει πάνω στα έπιπλα, το τζάκι δεν έβγαζε πο­ τέ αρκετή ζέστη, το ντους δεν δούλευε. Το σπίτι είχε φθαρεί, σου προκαλούσε κατάθλιψη μόλις έμπαινες μέσα. Ένιωθες σαν να έμπαινες στο σπίτι ενός τυφλού. Οι φίλοι του και η οικογένειά του, αντιλαμβανόμενοι πόσο τρελά ζούσε μέσα σ’ αυτό, τον πίεζαν συνέχεια να το πουλήσει και να μετακομίσει κάπου αλλού. Εκείνος όμως κατάφερνε πά­ ντα να τους αποκρούει με ένα διπλωματικό: «Είμαι ευτυχισμέ­ νος εδώ» ή «Το σπίτι μού ταιριάζει περίφημα». Στο τέλος, πά­ ντως, αποφάσισε να μετακομίσει. Λίγο προτού πεθάνει. Στην τελευταία τηλεφωνική συνομιλία που είχαμε ποτέ, δέκα μέρες προτού πεθάνει, μου είπε ότι το σπίτι πουλήθηκε και ότι θα έφευγε αποκεί την 1η Φεβρουαρίου, ύστερα από τρεις εβδομά­ δες περίπου. Με ρώτησε αν υπήρχε στο σπίτι κάτι που θα μπο­ ρούσα να χρησιμοποιήσω και του υποσχέθηκα να πάω να τον επισκεφθώ μαζί με τη γυναίκα μου και τον Ντάνιελ με την πρώ­ τη ευκαιρία. Πέθανε προτού βρούμε αυτή την ευκαιρία. Ανακάλυψα ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό από το να πρέ­ πει να αντιμετωπίσεις τα υπάρχοντα ενός νεκρού. Τα αντικεί­ μενα είναι αδρανή· έχουν νόημα μόνο σε σχέση με τη λειτουργία που επιτελούν για λογαριασμό της ζωής που τα χρησιμοποιεί. Όταν η ζωή αυτή τελειώσει, τα αντικείμενα αλλάζουν, έστω κι αν παραμένουν τα ίδια. Βρίσκονται εκεί κι ωστόσο δεν βρίσκο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=