Η επινόηση της μοναξιάς

H E Π Ι Ν Ο Η Σ Η Τ Η Σ Μ Ο Ν Α Ξ Ι Α Σ 17 χε να του αναφέρω πόσα λεφτά είχα κερδίσει από τα γραπτά και τις μεταφράσεις μου στη διάρκεια της περασμένης χρονιάς (αμοιβή εξευτελιστική με οποιαδήποτε κριτήρια, περισσότερα όμως απ’ όσα είχα βγάλει ποτέ ως τότε) και αυτός μου απάντησε διασκεδάζοντας ότι είχε ξοδέψει περισσότερα απλώς και μόνο για φαγητό έξω. Η ουσία είναι ότι η ζωή του δεν είχε ως επίκε­ ντρο το μέρος στο οποίο ζούσε. Το σπίτι του αποτελούσε έναν μονάχα από τους πολλούς σταθμούς μιας ζωής δίχως ανάπαυση και αγκυροβόλιο, και τούτη η έλλειψη επίκεντρου είχε ως απο­ τέλεσμα τη μετατροπή του πατέρα μου σε μόνιμο παρείσακτο, σε τουρίστα της ίδιας του της ζωής. Ποτέ δεν είχες την αίσθηση ότι μπορούσες να τον εντοπίσεις. Ωστόσο το σπίτι μού φαίνεται σημαντικό, έστω και μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο παραμελήθηκε, σύμπτωμα μιας πνευμα­ τικής κατάστασης, απροσπέλαστης αλλιώς, που εκδηλωνόταν μέσα από συγκεκριμένες εικόνες ασύνειδης συμπεριφοράς. Το σπίτι έγινε η μεταφορά της ζωής του πατέρα μου, η ακριβής και πιστή απεικόνιση του εσωτερικού του κόσμου. Επειδή, αν και κρατούσε το σπίτι συγυρισμένο και το διατηρούσε λίγο πολύ όπως ήταν, αυτό υπέστη μια βαθμιαία και αναπόφευκτη διαδι­ κασία αποσύνθεσης. Ο ίδιος ήταν επιμελής, έβαζε πάντα τα πράγματα στη θέση τους, δεν νοιαζόταν όμως για τίποτα, δεν καθάριζε ποτέ τίποτα. Τα έπιπλα, ιδίως στα δωμάτια που επι­ σκεπτόταν σπανίως, ήταν σκεπασμένα με σκόνη και ιστούς αράχνης, ενδείξεις ολοκληρωτικής παραμέλησης. Ο φούρνος της κουζίνας ήταν σε τέτοιο βαθμό καλυμμένος με καμένα φα­ γητά, που δεν τον έσωζε τίποτα. Στα ράφια του ντουλαπιού σέρνονταν, μερικές φορές για χρόνια, συσκευασίες με αλεύρι που είχε πιάσει μαμούνια, πολυκαιρισμένα κρακεράκια, σακού­ λες με ζάχαρη που είχε πετρώσει, μπουκάλια με σιρόπι που δεν άνοιγαν πια. Όποτε ετοίμαζε ένα γεύμα για τον εαυτό του, θα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=