Η επινόηση της μοναξιάς

P A U L A U S T E R 16 θλίψη. Άλλο είναι να πάει κανείς κατά λάθος στο παλιό του σπίτι και τελείως άλλο, νομίζω, να μην πάρει είδηση ότι έχουν αλλάξει τα πάντα μέσα σ’ αυτό. Ακόμα και το πιο κουρασμένο ή αφηρημένο μυαλό διαθέτει μια γωνιά καθαρού, ζωώδους ανα­ κλαστικού και μπορεί να μεταδώσει στο σώμα την αίσθηση του πού βρίσκεται. Θα έπρεπε να είναι κανείς σχεδόν αναίσθητος για να μη δει, ή τουλάχιστον να μη νιώσει, ότι το σπίτι δεν ήταν πια το ίδιο. «Η συνήθεια», όπως λέει ένας από τους ήρωες του Μπέκετ, «είναι σπουδαίος σιγαστήρας». Και αν το μυαλό δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη φυσική πληροφορία, τότε τι γίνεται όταν βρεθεί αντιμέτωπο με τη συναισθηματική πλη­ ροφορία; Μέσα σ’ εκείνα τα δεκαπέντε χρόνια δεν άλλαξε σχεδόν τίποτα στο σπίτι. Ούτε πρόσθεσε ούτε αφαίρεσε κάποιο έπιπλο. Οι τοίχοι έμειναν στο ίδιο χρώμα, τα κουζινικά δεν αντικαταστά­ θηκαν, ακόμα και τα φουστάνια της μητέρας μου δεν πετάχτη­ καν, αλλά φυλάχτηκαν στην ντουλάπα της σοφίτας. Το ίδιο το μέγεθος του σπιτιού τον απάλλαξε από τη λήψη κάποιων απο­ φάσεων σχετικά με το περιεχόμενό του. Δεν είναι ότι γαντζω­ νόταν στο παρελθόν, προσπαθώντας να διατηρήσει το σπίτι σαν μουσείο. Αντιθέτως, έμοιαζε να μην ξέρει τι κάνει. Η αμέλεια ήταν αυτή που τον κυβερνούσε και όχι η μνήμη, και μολονότι συνέχισε να μένει στο σπίτι όλα αυτά τα χρόνια, έζησε μέσα σ’ αυτό όπως θα ζούσε ένας ξένος. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, εκείνος ξόδευε όλο και λιγότερο χρόνο εκεί. Έτρωγε όλα σχεδόν τα γεύματά του σε εστιατόρια, ρύθμιζε το κοινωνικό του ημε­ ρολόγιο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να είναι απασχολημένος κά­ θε βράδυ, και το σπίτι το χρησιμοποιούσε λίγο περισσότερο απ’ όσο ένα μέρος για ύπνο. Κάποτε, πριν από αρκετά χρόνια, έτυ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=