Η επινόηση της μοναξιάς

H E Π Ι Ν Ο Η Σ Η Τ Η Σ Μ Ο Ν Α Ξ Ι Α Σ 15 Τιδόρ, με διαχωριστικά στα παράθυρα, στέγη από πλάκες σχι­ στόλιθου και δωμάτια βασιλικών διαστάσεων. Η αγορά του υπήρ­ ξε μεγάλο βήμα από την πλευρά των γονιών μου, ένα δείγμα αυξανόμενης ευημερίας. Ήταν η καλύτερη γειτονιά της πόλης και, μολονότι δεν ήταν ευχάριστο μέρος για να ζει κανείς (ιδίως για τα παιδιά), το γόητρό της ξεπερνούσε κατά πολύ τη νέκρα της. Λαμβάνοντας υπόψη ότι κατέληξε να περάσει την υπόλοι­ πη ζωή του σ’ εκείνο το σπίτι, αποτελεί ειρωνεία της τύχης το γεγονός ότι στην αρχή ο πατέρας μου δεν δεχόταν να μετακο­ μίσει εκεί. Παραπονιόταν για την τιμή (μόνιμο το θέμα) και, όταν επιτέλους συμφώνησε, το έκανε με μισή καρδιά. Έστω κι έτσι, πλήρωσε μετρητοίς. Όλα μια κι έξω. Ούτε υποθήκη, ούτε μηνιαίες δόσεις. Ήταν το 1959 και οι δουλειές του πήγαιναν πολύ καλά. Πάντα άνθρωπος της συνήθειας, έφευγε από το σπίτι νωρίς το πρωί, δούλευε σκληρά όλη μέρα και, όταν γυρνούσε στο σπίτι (με εξαίρεση τις μέρες που δούλευε ως αργά), έπαιρνε έναν υπνάκο πριν από το δείπνο. Κάποτε, την πρώτη βδομάδα μας στο καινούργιο σπίτι, προτού εγκατασταθούμε κανονικά σ’ αυ­ τό, έκανε ένα παράξενο λάθος. Αντί μετά τη δουλειά να γυρίσει στο καινούργιο, πήγε κατευθείαν στο παλιό, όπως έκανε χρόνια ολόκληρα, πάρκαρε το αυτοκίνητό του στο δρομάκι του κήπου, μπήκε από την πίσω πόρτα, ανέβηκε τις σκάλες, πήγε στην κρεβατοκάμαρα, ξάπλωσε στο κρεβάτι και το έριξε στον ύπνο. Κοιμήθηκε γύρω στη μία ώρα. Περιττό να πούμε πως, όταν η νέα οικοδέσποινα επέστρεψε και βρήκε έναν άντρα να κοιμάται στο κρεβάτι της, δοκίμασε μια μικρή έκπληξη. Σε αντίθεση όμως με τη Χρυσομαλλούσα του ομώνυμου παραμυθιού, ο πατέρας μου δεν έτρεξε να το σκάσει. Τελικά η παρεξήγηση λύθηκε και οι δυο τους γέλασαν για τα καλά. Ακόμα και σήμερα, γελώ κι εγώ μ’ αυτή την ιστορία. Παρ’ όλα αυτά, μου προκαλεί και βαθιά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=