Η επινόηση της μοναξιάς
P A U L A U S T E R 14 απόντα πατέρα, τώρα που πέθανε, ακόμη νιώθω σαν να πρέπει να συνεχίσω να τον αναζητώ. Ο θάνατος δεν άλλαξε τίποτα. Η μόνη διαφορά είναι ότι εγώ εξάντλησα τα δικά μου χρονικά πε ριθώρια. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έζησε μόνος του. Πεισματικά, μυστηριωδώς, σαν να μην τον άγγιζε ο κόσμος. Δεν έμοιαζε με άνθρωπο που καταλαμβάνει χώρο, αλλά μάλλον με ένα κομμά τι αδιαπέραστου χώρου που είχε σχήμα ανθρώπου. Ο κόσμος αναπηδούσε μακριά του, κομματιαζόταν πάνω του, μερικές φορές προσκολλάτο πάνω του, ποτέ όμως δεν τον διαπέρασε. Δεκαπέντε χρόνια στοίχειωνε ολομόναχος ένα πελώριο σπίτι, και μέσα σ’ αυτό το σπίτι πέθανε. Ένα μικρό διάστημα ζήσαμε εκεί σαν οικογένεια· ο πατέρας μου, η μητέρα μου, η αδελφή μου κι εγώ. Μετά το διαζύγιο των γονιών μου, σκορπίσαμε· η μητέρα μου άρχισε μια καινούργια ζωή, εγώ πήγα στο κολέγιο και η αδελφή μου ακολούθησε τη μητέρα μου, ώσπου τελείωσε κι αυτή το σχολείο. Μονάχα ο πατέρας μου έμεινε στο σπίτι. Εξαιτίας ενός όρου του διαζυγίου, σύμφωνα με τον οποίο η μητέρα μου εξακολουθούσε να κατέχει ένα μερίδιο του σπιτιού και θα της παραχωρούνταν τα μισά από τα έσοδα όποτε αυτό πουλιόταν (πράγμα που έκανε τον πατέρα μου να μη θέλει να το πουλήσει), ή εξαιτίας μιας κρυφής άρνη σης να αλλάξει τη ζωή του (ώστε να μη δείξει στον κόσμο ότι το διαζύγιο την επηρέασε με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να τον ελέγξει), ή απλώς και μόνο λόγω αδράνειας, εξαιτίας ενός συ γκινησιακού λήθαργου που τον εμπόδιζε να προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια, έμεινε εκεί, ζώντας σε ένα σπίτι όπου θα μπορούσαν να βολευτούν έξι με εφτά άτομα. Ήταν ένα εντυπωσιακό μέρος: παλιό, γεροχτισμένο, στο στιλ
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=