Η δίψα (Μεταίχμιο Pocket)
[ 29 ] Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν δυο καουμπόικες μπότες που ξε- χώριζαν πίσω από την άκρη του κρεβατιού. Ένα παντελόνι τζιν κι ένα ισοθερμικό κολάν, το ένα μπατζάκι ακουμπισμένο πάνω στ’ άλλο. Οξαπλωμένος άνδρας ήταν όπως στηφωτογραφία του: μισός στο σκοτάδι, μισός φλου. Μα είχε ξεκουμπώσει το πουκάμισό του κι είχε το στήθος του γυμνό. Και πάνω εκεί υπήρχε ζωγραφισμένο ή χτυπημένο με τατουάζ ένα πρόσωπο. Αυτό ήταν που αιχμαλώτι- σε το βλέμμα της Ελίζε. Το πρόσωπο που ούρλιαζε σιωπηλά. Λες κι ήταν παγιδευμένο και προσπαθούσε να ξεφύγει. Ούτε η Ελίζε κα- τάφερε να ουρλιάξει. Εκείνη τη στιγμή ο ξαπλωμένος άνδρας γύρι- σε και την κοίταξε, και το φως απ’την οθόνη του κινητού έπεσε στο πρόσωπό του. «Να που ξανασυναντιόμαστε, Ελίζε» ψιθύρισε. Κι απ’τη φωνή του εκείνη κατάλαβε γιατί της είχε φανεί οικεία η φωτογραφία του προφίλ. Το χρώμα των μαλλιών είχε αλλάξει. Το πρόσωπο πρέπει να είχε υποστεί κάποια χειρουργική επέμβαση. Διακρίνονταν ακόμη οι ου- λές από τα ράμματα. Εκείνος σήκωσε το χέρι κι έβαλε κάτι μες στο στόμα του. Η Ελίζε συνέχιζε να τον κοιτάζει ενώ άρχισε να πισωπατάει. Κι ύστερα έκανε απότομα μεταβολή, ρούφηξε όσο αέρα χωρούσαν τα πνευμόνια της κι ήξερε πως έπρεπε να τον χρησιμοποιήσει για να τρέξει, όχι για να ουρλιάξει. Μόνο πέντε έξι βήματα τη χώριζαν από την εξώπορτα. Άκουσε το κρεβάτι να τρίζει, αλλά ο άνδρας απείχε περισσότεροαπ’την πόρτα. Αν προλάβαινε ναβγει στο κλιμακοστά- σιο, θα μπορούσε να φωνάξει, να καλέσει βοήθεια. Ήταν ήδη στον διάδρομο, είχε φτάσει την εξώπορτα, πίεζε κι έσπρωχνε την πόρτα, μα αυτή δεν έλεγε ν’ ανοίξει τελείως. Η αλυσίδα ασφαλείας. Ξανα-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=