Η δίψα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 25 ] Ο Γκάιρ ξεροκατάπιε. «Η σκύλα σου» είπε η φωνή. «Το κωλόσκυλό σου, που μου υπο- σχέθηκες ότι θα τοφρόντιζες. Όπως φροντίζεις και τα σκατά της στο πάτωμα της κουζίνας, μόνο και μόνο επειδή κανείς δεν τα μυρίζει». Ο Γκάιρ ξερόβηξε. «Μα, Κάρι, εγώ…» «Έξω, έξω κι οι δυο σας τώρα! Και μην τολμήσεις να μ’ αγγίξεις όταν πέσεις για ύπνο». Ο Γκάιρ πήρε στα χέρια το λουρί του σκύλου και η πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω απ’ τη γυναίκα. Κι αυτός έμεινε μόνος, καθισμένος στο σκοτάδι, ν’ανοιγοκλείνει άπραγος τα μάτια του. Εννιά, σκέφτηκε. Δυο άνδρες και μια γυναίκα, ένας φόνος. Η πι- θανότητα να είναι η γυναίκα το θύμα είναι μία στις εννιά. Όχι μία στις οκτώ. Ο Μεχμέτ διέσχισε το κέντρο αργά, μες στην παλιά του Μπε-Εμ-Βε, και κατευθύνθηκε προς τον Βορρά, στο Χιέλσος, με τις βίλες του, τη θέα στο φιόρδ και τον καθαρό του αέρα. Στρίβοντας στον ήσυχο, κοιμισμένο δρόμο του σπιτιού του, ανακάλυψε έναΆουντι R8 παρ- καρισμένο μπροστά στο γκαράζ του. Μείωσε ταχύτητα. Για μια στιγ- μή σκέφτηκε να γκαζώσει και να συνεχίσει την πορεία του. Αλλά τι θα κατάφερνε; Θα ανέβαλλε απλώς το αναπόφευκτο. Κι ας ήταν μια αναβολή αυτό ακριβώς που χρειαζόταν. Βλακείες. ΟΜπανκς θα τον ξανάβρισκε. Ίσως αυτή εδώναήταν η καταλληλότερηστιγμή τελικά: νύχτα, σκοτάδι, χωρίς αυτόπτες μάρτυρες. ΟΜεχμέτ πάρκαρε δίπλα στο πεζοδρόμιο. Άνοιξε το ντουλαπάκι του συνοδηγού. Κοίταξε αυτό που είχε κρύψει εδώ κι αρκετές ημέρες, σε περίπτωση που συνέβαινε ό,τι συνέβαινε τώρα. Το έχωσε στην τσέπη του μπουφάν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=