Η δίψα (Μεταίχμιο Pocket)

[ 18 ] σπάθειαναφανεί ποιητικός. Φτάνει πια. Έπρεπε να τοκόψει τοTinder. Από αύριο κιόλας. Φτάνει πια μ’ όλους αυτούς τους άντρες που με το βλέμμα τους και μόνο την έκαναν να αισθάνεται πουτάνα απλώς επειδή τους συναντούσε σ’ ένα μπαρ. Φτάνει πια μ’ όλους αυτούς τους τρελούςψυχοπαθείς κι εμμονικούς διώκτες που της κολλούσαν σαν τσιμπούρια και ρουφούσαν τον χρόνο, την ενέργεια και την αυτοπεποίθησή της. Φτάνει πια μ’όλα αυτά τα αξιολύπητα, χαμένα κορμιά που την έκαναν να αισθάνεται κι αυτή έτσι. Τα online ραντε- βού ήταν, λέει, ο νέος τρόπος να συναντά κανείς νέους ανθρώπους. Δεν είναι ντροπή, λέει, όλοι αυτό κάνουν. Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Οι άνθρωποι γνωρίζονται καθημερινά στη δουλειά, στη βιβλιοθήκη, μέσω φίλων, στο γυμναστήριο, στις καφετέριες, στα μπαρ, στοαεροπλάνο, στο λεωφορείο, στα τρένα. Γνωρίζονται όπως πρέπει να γνωρίζονται οι άνθρωποι, με τουςώμους χαλαρούς, χωρίς πίεση, διατηρώντας μέσα τους μια ρομαντική ψευδαίσθηση αθωό- τητας, καθαρότητας κι απλής τύχης. Στην Ελίζε άρεσε αυτή η ψευ- δαίσθηση. Έπρεπε να καταργήσει τον λογαριασμό της. Πόσες φορές δεν το είχε πει στον εαυτό της; Δεν πήγαινε άλλοπια, έπρεπε να γίνει, απόψε κιόλας. Διέσχισε την οδό Σουφιενμπαργκάτα κι έβγαλε το κλειδί να ξε- κλειδώσει την πόρτα της πολυκατοικίας, δίπλα στο μανάβικο. Την έσπρωξε και μπήκε στον σκοτεινό διάδρομο που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή. Και κοκάλωσε. Ήταν δύο. Της πήρε κάνα δυο δευτερόλεπτα να συνηθίσουν τα μάτια της στο σκοτάδι, να καταλάβει τι κρατούσαν στα χέρια τους. Οι δύο άντρες είχαν ξεκούμπωτα τα παντελόνια τους και κρα- τούσαν τα πέη τους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=