Η δίψα
1 ΤΕΤΆ Ρ ΤΗ Β Ρ ΆΔ Υ Τ ο Jealousy Bar ήταν σχεδόν άδειο, κι όμως ήταν δύσκολο ν’ αναπνεύσει κανείς. Ο Μεχμέτ Καλάκ παρατήρησε τον άνδρα και τη γυναίκα που κάθονταν στο μπαρ μπροστά του, καθώς τους σέρβιρε κρασί. Πελάτες τέσσερις. Ο τρίτος ήταν ένας τύπος που καθόταν μόνος του σ’ ένα τραπέζι πίνοντας μπίρα με μικρές γουλιές. Από τον τέταρτο διακρίνονταν μόνο ένα ζευγάρι καουμπόικες μπότες και το σκοτάδι γύρω από τον απόμερο πάγκο του, που φωτι ζόταν πού και πού από την οθόνη ενός κινητού. Πελάτες τέσσε ρις, Σεπτέμβρης μήνας, έντεκα και μισή το βράδυ, στην καλύ τερη περιοχή της Γκρουνερλέκα: χάλια μαύρα· δεν πήγαινε άλλο αυτή η κατάσταση. Καμιά φορά αναρωτιόταν τι στο καλό τον έκανε να παραι τηθεί από τη θέση του μάνατζερ στο πιο μοδάτο ξενοδοχείο της πόλης και ν’ αποκτήσει αυτό το ερειπωμένο μπαρ, συμπεριλαμ βανομένων των αλκοολικών πελατών του. Ίσως επειδή νόμιζε πως, ανεβάζοντας τις τιμές στα ύψη, θα ξεφορτωνόταν την παλιά πελατεία και θα τραβούσε τα νέα φιντάνια της γειτονιάς, που το φυσούσαν το παραδάκι και δεν κουβαλούσαν στις πλά τες τους προβλήματα. Ίσως επειδή χρειαζόταν να σκιστεί στη δουλειά για να ξεχάσει τον χωρισμό απ’ την κοπέλα του. Ίσως επειδή η προσφορά του τοκογλύφου Ντάνιαλ Μπανκς ακούστη κε δελεαστική όταν η τράπεζα απέρριψε την αίτηση του Μεχμέτ
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=