Η δίψα

Η Δ Ι Ψ Α 27 είχε σαρώσει τη φωτογραφία του άγνωστου χρήστη προς τα δεξιά. Τη φωτογραφία κάποιου που, σύμφωνα με το Tinder, βρισκόταν σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιομέτρου. Η Ελίζε κοίταξε προς την κλειστή πόρτα του υπνοδωματίου της. Ξεροκατάπιε. Ο ήχος πρέπει να είχε προέλθει από κάποιο από τα γειτονι­ κά διαμερίσματα. Υπήρχαν πολλοί σινγκλ στην πολυκατοικία της, άρα πολλοί εν δυνάμει χρήστες του Tinder. Επικρατούσε παντού ησυχία τώρα, ακόμα και στον όροφο που κάτι κορίτσια έκαναν πάρτι την ώρα που είχε ξεκινήσει να πάει στο ραντεβού της. Όμως μόνο ένας τρόπος υπάρχει να ξορκίσει κανείς τα τέρατα του νου: αντικρίζοντάς τα. Η Ελίζε σηκώθηκε από τον καναπέ κι έκανε τέσσερα βήμα­ τα. Στάθηκε για λίγο μπροστά από την πόρτα του υπνοδωμα­ τίου της. Δίστασε. Της ήρθανε στο μυαλό μια δυο υποθέσεις από τη δουλειά. Ύστερα μάζεψε όσο κουράγιο είχε κι άνοιξε την πόρτα. Κοντοστάθηκε στο άνοιγμα, προσπαθώντας ν’ αναπνεύσει. Σαν να μην υπήρχε αέρας. Όχι από εκείνον που μπορείς να εισπνεύσεις, εν πάση περιπτώσει. Το φως πάνω από το κρεβά­ τι ήταν αναμμένο. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν δυο καου­ μπόικες μπότες που ξεχώριζαν πίσω από την άκρη του κρεβα­ τιού. Ένα παντελόνι τζιν κι ένα ισοθερμικό κολάν, το ένα μπα­ τζάκι ακουμπισμένο πάνω στ’ άλλο. Ο ξαπλωμένος άνδρας ήταν όπως στη φωτογραφία του: μισός στο σκοτάδι, μισός φλου. Μα είχε ξεκουμπώσει το πουκάμισό του κι είχε το στήθος του γυμνό. Και πάνω εκεί υπήρχε ζωγραφισμένο ή χτυπημένο με τατουάζ ένα πρόσωπο. Αυτό ήταν που αιχμαλώτισε το βλέμμα της Ελί­ ζε. Το πρόσωπο που ούρλιαζε σιωπηλά. Λες κι ήταν παγιδευ­ μένο και προσπαθούσε να ξεφύγει. Ούτε η Ελίζε κατάφερε να ουρλιάξει. Εκείνη τη στιγμή ο ξαπλωμένος άνδρας γύρισε και την κοίταξε, και το φως απ’ την οθόνη του κινητού έπεσε στο πρόσωπό του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=