Η δίψα

J O N E S B O 26 «Μα…» «Διάλεξε δάχτυλο. Οι περισσότεροι διαλέγουν το μικρό δα­ χτυλάκι του αριστερού χεριού». Ο Μεχμέτ αισθάνθηκε μέσα του να φουντώνει η οργή. Ξα­ ναγέμισε τα πνευμόνια του με αέρα κι ένιωσε το στήθος του να βαραίνει. «Εγώ έχω καλύτερη λύση, Μπανκς». «Α, ναι;» «Το ξέρω ότι δεν είναι και ό,τι πιο πρωτότυπο» είπε ο Μεχ­ μέτ κι έχωσε το δεξί του χέρι στην τσέπη του μπουφάν του. Το έβγαλε έξω. Το έστρεψε προς τη μεριά του Μπανκς. Το κράτη­ σε και με τα δυο του χέρια. «Αλλά θα κάνει τη δουλειά του». Ο Μπανκς τον κοίταξε έκπληκτος. Έγνεψε αργά αργά. «Έχεις δίκιο τελικά» είπε ο Μπανκς, παίρνοντας στα χέρια του το μασούρι με τα χρήματα που του πρόσφερε ο Μεχμέτ, κι έβγαλε το λαστιχάκι που τα συγκρατούσε. «Είναι ό,τι σου χρωστάω» είπε ο Μεχμέτ. «Αλλά μη διστά­ σεις: Μέτρησέ τα φεύγοντας». Ένα πλινκ. Ο ήχος του ταιριάσματος στο Tinder. O θριαμβευτικός ήχος που ακούγεται όταν κάποιος που έχεις επιλέξει, σαρώνοντας τη φωτογραφία του προς τα δεξιά, επι­ λέγει τη δική σου φωτογραφία. Το κεφάλι της Ελίζε άρχισε να γυρίζει, η καρδιά της να βροντοχτυπά. Όλο αυτό τής ήταν πολύ γνώριμο: διέγερση κι αυξημένοι καρδιακοί παλμοί στον ήχο του ταιριάσματος στο Tinder. Η απελευθέρωση μιας σειράς ορμονών «ευτυχίας», στις οποίες κάλλιστα θα μπορούσε να εθιστεί κανείς. Μα δεν βροντοχτυ­ πούσε γι’ αυτό η καρδιά της. Βροντοχτυπούσε επειδή ο ήχος δεν είχε προέλθει από το δικό της τηλέφωνο. Κι όμως · είχε ακουστεί την ίδια ακριβώς στιγμή που εκείνη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=