Η δίψα

J O N E S B O 24 Ο Γκάιρ ξεροκατάπιε. «Η σκύλα σου» είπε η φωνή. «Το κωλόσκυλό σου, που μου υποσχέθηκες ότι θα το φρόντιζες. Όπως φροντίζεις και τα σκα­ τά της στο πάτωμα της κουζίνας, μόνο και μόνο επειδή κανείς δεν τα μυρίζει». Ο Γκάιρ ξερόβηξε. «Μα, Κάρι, εγώ…» «Έξω, έξω κι οι δυο σας τώρα! Και μην τολμήσεις να μ’ αγγίξεις όταν πέσεις για ύπνο». Ο Γκάιρ πήρε στα χέρια το λουρί του σκύλου και η πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω απ’ τη γυναίκα. Κι αυτός έμεινε μόνος, καθισμένος στο σκοτάδι, ν’ ανοιγο­ κλείνει άπραγος τα μάτια του. Εννιά, σκέφτηκε. Δυο άνδρες και μια γυναίκα, ένας φόνος. Η πιθανότητα να είναι η γυναίκα το θύμα είναι μία στις εννιά. Όχι μία στις οκτώ. Ο Μεχμέτ διέσχισε το κέντρο αργά, μες στην παλιά του Μπε-Εμ- Βε, και κατευθύνθηκε προς τον Βορρά, στο Χιέλσος, με τις βίλες του, τη θέα στο φιόρδ και τον καθαρό του αέρα. Στρίβοντας στον ήσυχο, κοιμισμένο δρόμο του σπιτιού του, ανακάλυψε ένα Άουντι R8 παρκαρισμένο μπροστά στο γκαράζ του. Μείωσε ταχύτητα. Για μια στιγμή σκέφτηκε να γκαζώσει και να συνεχίσει την πορεία του. Αλλά τι θα κατάφερνε; Θα ανέβαλλε απλώς το αναπόφευκτο. Κι ας ήταν μια αναβολή αυτό ακριβώς που χρειαζόταν. Βλακείες. Ο Μπανκς θα τον ξανάβρισκε. Ίσως αυτή εδώ να ήταν η καταλ­ ληλότερη στιγμή τελικά: νύχτα, σκοτάδι, χωρίς αυτόπτες μάρτυρες. Ο Μεχμέτ πάρκαρε δίπλα στο πεζοδρόμιο. Άνοιξε το ντουλαπά­ κι του συνοδηγού. Κοίταξε αυτό που είχε κρύψει εδώ κι αρκετές ημέρες, σε περίπτωση που συνέβαινε ό,τι συνέβαινε τώρα. Το έχωσε στην τσέπη του μπουφάν του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ύστερα βγήκε απ’ το αμάξι και κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Η πόρτα του Άουντι άνοιξε κι από μέσα βγήκε ο Ντάνιαλ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=