Η δίψα

J O N E S B O 22 Η Ελίζε κοίταξε το δάχτυλό της. Έτρεμε. Θεέ μου, είναι δυνατόν να έχει εθιστεί; Είναι δυνατόν να έχει εθιστεί στη γνώση του ότι υπήρχε κάποιος, εντελώς άγνωστος φυσικά, αλλά εν πάση περιπτώσει κάποιος που την ήθελε έτσι όπως ήταν; Όπως ήταν στην εικόνα του προφίλ της, τέλος πάντων; Κι αν ναι, πόσο εθισμένη ήταν; Πολύ ή λίγο; Θα το μάθαινε αμέσως, με το που θα διέγραφε τον λογαριασμό της και θα υποσχόταν στον εαυτό της ότι για τον επόμενο μήνα τέρμα το Tinder. Ένας μήνας ήταν. Κι αν δεν τα κατάφερνε, θα σήμαινε ότι κάτι πήγαινε πολύ στραβά. Το τρεμάμενο δάχτυλο πλησία­ σε το πλήκτρο της διαγραφής. Κι αν υποθέσουμε ότι ήταν εθισμένη, πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό δηλαδή; Όλοι δεν θέλουμε να νιώθουμε ότι έχουμε κάποιον, ότι ανήκουμε σε κάποιον; Τα βρέφη που στερούνται ένα μίνιμουμ ανθρώπινης σωματικής επαφής, είχε διαβάσει κάπου, κινδυνεύ­ ουν να πεθάνουν. Πολύ αμφέβαλλε για το αληθές αυτής της πληροφορίας, από την άλλη όμως, ποιο το νόημα να ζει κάποιος μόνο για τον εαυτό του; Ή για μια δουλειά που τον διαβρώνει καθημερινά; Για φίλους που συναναστρέφεται περισσότερο από καθήκον ή επειδή η μοναξιά τον κατατρώει πιο πολύ κι απ’ την κουραστική τους γκρίνια περί παιδιών, συζύγων ή απουσίας αυτών; Κι αν ο άνδρας της ζωής της βρισκόταν αυτή τη στιγμή στο Tinder; Εντάξει, λοιπόν, μια τελευταία φορά. Την πρώτη φωτογραφία που εμφανίστηκε στην οθόνη της την έδιωξε προς τ’ αριστερά. Στο καλάθι των αχρήστων, στ’ αζήτητα. Και τη δεύτερη. Και την τρίτη. Οι σκέψεις της άρχισαν να αποσπώνται. Είχε κάποτε παρα­ κολουθήσει μια διάλεξη όπου ένας ψυχολόγος που είχε άμεση επαφή με μερικούς από τους χειρότερους εγκληματίες της χώ­ ρας έλεγε ότι οι άνδρες σκοτώνουν για το σεξ, τα χρήματα ή τη δύναμη, ενώ οι γυναίκες από ζήλια ή από φόβο. Σταμάτησε να διώχνει τους πάντες προς τ’ αριστερά. Κάτι στη φωτογραφία μπροστά της της φάνηκε οικείο: κάτι στο στε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=