Η δίψα

J O N E S B O 18 ματα. Οι άνθρωποι γνωρίζονται καθημερινά στη δουλειά, στη βιβλιοθήκη, μέσω φίλων, στο γυμναστήριο, στις καφετέριες, στα μπαρ, στο αεροπλάνο, στο λεωφορείο, στα τρένα. Γνωρίζονται όπως πρέπει να γνωρίζονται οι άνθρωποι, με τους ώμους χαλα­ ρούς, χωρίς πίεση, διατηρώντας μέσα τους μια ρομαντική ψευ­ δαίσθηση αθωότητας, καθαρότητας κι απλής τύχης. Στην Ελίζε άρεσε αυτή η ψευδαίσθηση. Έπρεπε να καταργήσει τον λογα­ ριασμό της. Πόσες φορές δεν το είχε πει στον εαυτό της; Δεν πήγαινε άλλο πια, έπρεπε να γίνει, απόψε κιόλας. Διέσχισε την οδό Σουφιενμπαργκάτα κι έβγαλε το κλειδί να ξεκλειδώσει την πόρτα της πολυκατοικίας, δίπλα στο μανάβικο. Την έσπρωξε και μπήκε στον σκοτεινό διάδρομο που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή. Και κοκάλωσε. Ήταν δύο. Της πήρε κάνα δυο δευτερόλεπτα να συνηθίσουν τα μάτια της στο σκοτάδι, να καταλάβει τι κρατούσαν στα χέρια τους. Οι δύο άντρες είχαν ξεκούμπωτα τα παντελόνια τους και κρατούσαν τα πέη τους. Η Ελίζε πισωπάτησε. Δεν τους γύρισε την πλάτη. Ευχήθηκε μόνο να μην υπήρχε και τρίτος ξοπίσω της. «Ωχ, σόρι, ρε πούστη μου». Η φωνή που έβριζε κι απολο­ γούνταν ταυτοχρόνως ανήκε σε κάποιον νεαρό, γύρω στα δε­ καοκτώ με είκοσι, υπολόγισε η Ελίζε. Μεθυσμένο. «Ε!» ακούστηκε ο άλλος να χασκογελά «μην κατουράς τα παπούτσια μου, ρε!». «Την τίναξα απλώς!» Η Ελίζε έσφιξε το παλτό γύρω της και προσπέρασε τα δυο αγόρια που είχαν ξαναστραφεί προς τη μεριά του τοίχου. «Δεν είναι τουαλέτα εδώ πέρα» είπε. «Σόρι, δεν κρατιόμασταν. Δεν θα το ξανακάνουμε, ντε». Ο Γκάιρ διέσχισε στα γρήγορα την οδό Σλέπεγκρελ, χαμένος

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=