Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (Συλλεκτική έκδοση)

Η ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ 35 τη ζακέτα. Άνοιξε το συρτάρι του ταμείου. Η Πόπη έλειπε. Της έδωσε ό,τι είχε μέσα. Τριάντα χιλιάδες. Της έχωσε ακόμα κάτι ψιλά στις τσέπες. Την αγκάλιασε και τη φίλησε στο στόμα. Δυνατά. Απελπισμένα. Σαν το στερνό φιλί που δίνουν δυο καταδικασμένοι πριν τους πάνε για εκτέλεση. «Γράψε!» της φώναξε. Όταν ύστερα από μερικούς μήνες τον είδε στο Παρίσι, απόρησε. Κόντεψαν να χωρίσουν, λέει, με την Πόπη. «Να καθίσεις στ’ αυγά σου, εμείς κάναμε ό,τι έπρεπε στον καιρό μας, ας κάνουν κι άλλοι τώρα.» Αυτό του έλειπε να τρέχει η δικτατορία στους δρόμους κι αυτός να φτιάχνει κολιέ με συρματάκια. Παρακαλούσε να τον πιάσουν, μα ούτε κι αυτή τη χάρη δεν κάνανε σε μερικούς, να γλιτώσουν τουλά- χιστον από τα ερωτηματικά: Πώς φτάσαμε ως εδώ; Πώς δεν ανησυχήσαμε, πώς δεν πήραμε μέτρα; Πώς τους πιάσανε όλους στο κρεβάτι; Δεν μας έμαθαν τίποτα από συνωμο- τισμό οι τόσες παρανομίες; Έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάποιον, έστω και απ’ αυτούς που σήκωσαν το χέρι και στις τρεις διαγραφές του. Τον βρήκε τυχαία. «Δεν σε πιάσανε. Ούτε και μένα καθώς βλέπεις.» «Τώρα τι κάνουμε;» «Θα σου μηνύσω.» Του είπε πως ξέρει να φτιάχνει ένα σωρό πράγματα: κολιέ, βραχιόλια, πομπό. «Δεν είναι ακόμα ώρα, θα σου μηνύσω.» Δεν του μήνυσε ποτέ. Είπε στην Πόπη πως θα δοκιμάσει να φύγει, κι αν δεν τον σταματήσουν στο αεροδρόμιο, θα πάει μια βόλτα στο Παρίσι να βρει καινούργιο υλικό για την μπουτίκ. Τον πίστεψε, γιατί οι δουλειές άρχισαν πάλι να πηγαίνουν καλά. «Έσκασα να

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=