Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (Συλλεκτική έκδοση)

34 ΑΛΚΗ ΖΕΗ στη μάχη των Εξαρχείων, τον Δεκέμβρη του ’44, φορούσε μαύρο χοντρό παλτό κι ένα μακρύ πορτοκαλί κασκόλ που σερνότανε χάμω. «Είχα τις αμυγδαλές μου… αυτό βρήκα μπροστά μου… είναι της μικρής μου αδερφής.» Αυτή ήταν η απολογία του Ευγένιου. Τίποτ’ άλλο. Του καταλόγισαν ένα σωρό. Κανένας δεν τα θυμάται τώρα. Μα όποιον και να ρωτήσει κανείς από κείνη τη συντροφιά, θα πει πως είναι σίγουρος πως τον διέγραψαν για το πορτοκαλί κασκόλ την ώρα της μάχης. Μετά την 21η Απριλίου του 1967 –που έγινε η δικτατο- ρία– η Ελένη πήγε και τον βρήκε στην μπουτίκ του. Ήτα- νε σαν τρελός. Όχι γιατί φοβότανε μην τον συλλάβουνε. «Να μας πιάσουν στον ύπνο!» Με δυο εξορίες, παρ’ όλες τις διαγραφές του, ένιωθε πως δεν μπορεί να κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Ξαφνικά φωτίστηκε το πρόσωπό του και κοίταξε την Ελένη γεμάτος ελπίδα. «Σε στέλνει κα- νείς;» Τον απογοήτεψε. Ήρθε να του ζητήσει λεφτά. Θέλει να πάρει την κόρη της και να φύγει στο εξωτερικό, ώσπου να περάσει η μπόρα. Αφήνουν πολλούς να φύγουν, λες και θέλουν να τους ξεφορτωθούν, για να μην έχουν τον μπελά να τους πιάνουν όλους. Δεν θέλει να φύγει χωρίς τη μικρή, δεν την αφήνει ούτε στη Λίζα. «Να φύγω. Όσο να περάσει η μπόρα. Λίγους μήνες.» Ο Ευγένιος φουντώνει. «Είσαι τρε- λή, θα τους έχουμε τουλάχιστον για πέντε χρόνια.» Κόντε- ψαν να τσακωθούν. Τον είπε απαισιόδοξο και κοντόμυαλο. Ένιωσε ξαφνικά πως παπαγάλιζε κάτι ξεχασμένες φράσεις του Αχιλλέα. Έκανε να φύγει, την τράβηξε απότομα από

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=