Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (Συλλεκτική έκδοση)
Η ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ 33 το, μα χρειάστηκε να βγει στην παρανομία. Αργότερα τον ξανάπιασαν. Δεν πρόλαβε ποτέ. Κανείς τους απ’ αυτή τη γενιά δεν πρόλαβε ποτέ. Θα του πήγαινε χειρουργός. Τα χέρια του μπορούν να κάνουν και την πιο λεπτεπίλεπτη δουλειά. Στη Μακρόνησο έσπαζε πέτρες. Στο Παρίσι, τώ- ρα, κουβαλούσε κασόνια στην αγορά. Μονάχα για κάποιο διάστημα αποφάσισε να «αστικοποιηθεί», όπως λέει ο ίδιος. Μετά την τρίτη διαγραφή του από το κόμμα και τη δεύτερη εξορία του. Ήρθε για έναν χρόνο στο Παρίσι κι έμαθε να φτιάχνει κολιέ, βραχιόλια, σκουλαρίκια κι άλλα στολίδια από λεπτό σύρμα. Γύρισε στην Αθήνα κι άνοιξε μπουτίκ. Πήρε κι αυτοκινητάκι. Η Πόπη ήθελε οικόπεδο στη θάλασσα. Βρήκαν σ’ έναν συνεταιρισμό με δόσεις. Να παντρευτείς μια κοπέλα με στήθος Λολομπρίντζιντα, που να τρέχει πρώτη στις διαδηλώσεις, που να σου κουβαλάει τον Δεκέμβρη του ’44 μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς –στη μάχη με τους Εγγλέζους– ως και τον μπου- φέ της γιαγιάς της για οδόφραγμα και να σου γίνει, ύστερα από είκοσι τόσα χρόνια, μια παχουλή κυρία, με οικόπεδο σώνει και καλά στη θάλασσα! Γι’ αυτό τον λυπότανε πιο πολύ απ’ όλα η Ελένη. Όταν περνούσε από την μπουτίκ του κι έβλεπε την Πόπη με το ξασμένο μαλλί και τη σκληρή λακ, λες και φορούσε κράνος, δεν μπορούσε να πιστέψει πως υπήρξε κάποτε η άλλη Πόπη, που στη δεύτερη δια- γραφή του Ευγένιου ξεφώνιζε: «Είστε τρελοί! Αυτός είναι πιο παλικάρι απ’ όλους μας…» «Σύντροφοι, χάνουμε τη σοβαρότητά μας.» Αυτό το είπε ο Αχιλλέας. Ο Ευγένιος,
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=