Η απίστευτη κούρσα της Φατίμα Μπραΐμι
Η ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΚΟΥΡΣΑ ΤΗΣ ΦΑΤΙΜΑ ΜΠΡΑΪΜΙ | 11 «Και τι με νοιάζει εμένα;» γρύλισα και γύρισα την πλά- τη μου στον Νικ. Χωρίς να ’χει ψαρέψει τίποτα χρήσιμο, επέστρεψε στους φίλους του που τον περίμεναν στην πόρ- τα του κλειστού γυμναστηρίου. Ως τώρα μ’ είχαν αφήσει στην ησυχία μου οι τέσσερίς τους. Ήλπιζα, μ’ όλη τη δύ- ναμη της ψυχής μου, ότι η κατάσταση θα παρέμενε έτσι. Μετά το διάλειμμα η Φατίμα κι εγώ μπήκαμε σχεδόν ταυ- τόχρονα στην αίθουσα. Την επόμενη ώρα είχαμε Βιολογία, η κυρία Λάντερμαν αργούσε σχεδόν πάντα. «Γεια» είπα. «Γεια» ψιθύρισε ηΦατίμα χωρίς να με κοιτάξει. Οάδειος τοίχος πίσω μου ήταν, φαίνεται, πιο ενδιαφέρων. «Με λένε Γιάκομπ» συνέχισα. Ιδέα δεν είχα τι άλλο θα μπορούσα να της πω. Τους τελευταίους εννέα μήνες κα- θόμουν μόνος μου στο θρανίο. Άμα κάθεσαι συνέχεια μόνος σου, ξεχνάς πώς ν’ ανοίξεις κουβέντα μ’ έναν εντε- λώς ξένο άνθρωπο. «Το ξέρω». Φυσικά και το ήξερε. Αφού της το είχε φωνάξει οΜπριλ το όνομά μου. «Λοιπόν…» είπα. Κούνησε το κεφάλι της. Οι γονείς μου με είχαν μάθει από νωρίς να κοιτάζω τους άλλους όταν τους μιλάω.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=