Η ανθρώπινη μοίρα

20 | ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ στηκε τώρα απ’ τη μια μεριά, και πάνω στο σεντόνι άρχιζε ν’ απλώνεται μια σκοτεινή κηλίδα, να μεγαλώνει σαν κάτι το ζωντανό. Και πλάι της, μεγαλώνοντας σαν και κείνη, φάνηκε η σκιά δυο μυτερών αυτιών. Η πόρτα ήταν κοντά, το μπαλκόνι πιο μακριά: όμως η σκιά απ’ το μπαλκόνι ερχόταν. Μολονότι ο Τσεν δεν πίστευε στ’ αερικά, παρέλυσε, ένιωθε ανίκανος να γυρίσει. Αναπήδησε: ένα νιαούρισμα. Μισοανακουφισμένος, τόλμησε να κοιτάξει. Ήταν ένας κεραμιδόγατος που έμπαινε απ’ το παράθυρο με βήματα σιγανά, και τα μάτια καρφωμένα πάνω του. Μια ξέφρενη λύσσα κυρίεψε τον Τσεν όσο προχωρούσε η σκιά · τίποτα το ζωντανό δεν έπρεπε να παρεισφρήσει στην άγρια περιοχή όπου τον είχαν πετάξει: οποιοδήποτε πλάσμα τον έβλεπε να κρατάει τούτο το μαχαίρι δεν θα τον άφηνε να ξαναγυρίσει στον κόσμο των ανθρώπων. Άνοιξε το ξυράφι, κι έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός: το ζώο το ’σκασε απ’ το μπαλκόνι. Ο Τσεν βρέθηκε αντίκρυ στη Σανγκάη. Ταραγμένη από την αγωνία του, η νύχτα έμοιαζε να στρο- βιλίζεται σαν τεράστιος μαύρος καπνός όλο σπίθες · σιγά σιγά έμεινε ακίνητη, ακολουθώντας τον ρυθμό της ανάσας του που γινόταν ολοένα και λιγότερο λαχανιαστή· μέσα από τα κουρε- λιασμένα σύννεφα, φάνηκαν τ’ αστέρια καθώς συνέχιζαν την αέναη τροχιά τους, που τον συνεπήρε μαζί με τον φερμένο απέξω δροσερό αγέρα. Μια σειρήνα ακούστηκε, και μετά χάθηκε μες στη συγκλονιστική γαλήνη. Κάτω, πολύ χαμηλά, τα νυχτερινά φώτα, που αντανακλόνταν μέσα από μια κιτρι- νωπή ομίχλη, το νοτισμένο καλντερίμι και τις ωχρές γραμμές του τρένου, πάλλονταν από τη ζωή των ανθρώπων που δεν σκοτώνουν. Εκατομμύρια ζωές υπήρχαν εκεί, και όλες τώρα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=