Η ανθρώπινη μοίρα

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΜΟΙΡΑ | 19 σκίσιμο της κουνουπιέρας, έβλεπε τον άντρα πολύ καθαρά: τα βλέφαρα ήταν ανοιχτά –πρόλαβε άραγε να ξυπνήσει;– και τα μάτια άσπρα. Κατά μήκος της λάμας, το αίμα άρχισε να αργοκυλάει, μαύρο μες στο παραπλανητικό φως. Λόγω του βάρους, το σώμα, έτοιμο να ξαναγείρει προς τα δεξιά ή τ’ αριστερά, είχε ακόμα ζωή. Ο Τσεν δεν μπορούσε ν’ αφήσει το στιλέτο. Μέσα από τ’ όπλο του, το τεντωμένο χέρι, τον πο- νεμένο ώμο, ένα ρεύμα αγωνίας διαπέρασε το σώμα και κεί- νον, μέχρι τα βάθη του στήθους του, μέχρι την καρδιά του που χτυπούσε σπασμωδικά – το μόνο πράγμα που παλλόταν μες στο δωμάτιο. Ήταν ασάλευτος · το αίμα που συνέχιζε να κυ- λάει από τ’ αριστερό μπράτσο τού φαινόταν σαν του ξαπλω- μένου άντρα · δίχως να έχει συμβεί τίποτα καινούργιο, είχε ξάφνου τη σιγουριά πως ο άντρας ήταν νεκρός. Ανασαίνοντας μετά βίας, συνέχιζε να τον κρατάει γερτό στο πλάι, μες στο ακίνητο αμυδρό φως, μες στη μοναξιά του δωματίου. Τίποτα δεν πρόδιδε πάλη, μήτε καν το σκίσιμο της κουνουπιέρας, που έμοιαζε χωρισμένη στα δυο: μονάχα η σιωπή υπήρχε και μια ανυπόφορη μέθη που μέσα της βυθιζόταν, αποκομμένος απ’ τον κόσμο των ζωντανών, γαντζωμένος από τ’ όπλο του. Τα δάχτυλά του σφίγγονταν ολοένα και πιο πολύ, όμως οι μύες του μπράτσου χαλάρωναν και ολόκληρο το μπράτσο άρχισε να τρέμει και να τινάζεται, σαν σκοινί που ξετυλίγεται. Δεν ήταν ο φόβος, ήταν μια τρομάρα φοβερή και συνάμα πανηγυρική που είχε να τη νιώσει από παιδί: ήταν μόνος με τον θάνατο, μόνος σ’ ένα μέρος δίχως ανθρώπους, τότε που τον συνέτριβε νωχελικά η φρίκη και η γεύση του αίματος. Κατάφερε ν’ ανοίξει την παλάμη του. Το σώμα διπλώθηκε απαλά με το κεφάλι προς τα κάτω: η λαβή του στιλέτου πιέ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=