Η ανθρώπινη μοίρα

16 | ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ (υπήρχαν ακόμα τέτοια κει κάτω, στον κόσμο των ανθρώ- πων…). Ξαναβρήκε τον εαυτό του αντίκρυ στη μεγάλη μα- λακή κηλίδα από μεταξένια γάζα και στο φωτεινό ορθογώνιο, και τα δυο ασάλευτα μέσα σε τούτη τη νύχτα όπου ο χρόνος είχε πάψει να υπάρχει. Έλεγε και ξανάλεγε από μέσα του πως τούτος ο άντρας έπρεπε να πεθάνει. Και ήταν ανόητο βέβαια: γιατί το ήξερε πως θα τον σκότωνε. Λίγο μετρούσε αν θα τον έπιαναν ή όχι, αν θα τον εκτελούσαν ή όχι. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτό το πόδι, απ’ αυτόν τον άντρα που έπρεπε να τον χτυπήσει δίχως να του επιτρέψει να υπερασπιστεί τον εαυτό του – γιατί, αν τον άφηνε, εκείνος θα φώναζε. Καθώς τα βλέφαρά του τρεμόπαιζαν, ο Τσεν ανακάλυπτε μέσα του, σε βαθμό που του έφερνε ναυτία, όχι τον μαχητή που καραδοκούσε μα έναν ιεροθύτη. Και ο οποίος δεν υπη- ρετούσε απλώς τους θεούς που είχε επιλέξει: κάτω από τη θυσία του στην Επανάσταση υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος από αβύσσους που πλάι του τούτη η νύχτα της μεγάλης αγω- νίας έμοιαζε με το φως. Δολοφονώ δεν σημαίνει απλώς σκο- τώνω… Μέσα στις τσέπες του, τα διστακτικά του χέρια κρα- τούσαν το δεξί ένα κλειστό ξυράφι, το αριστερό ένα μικρό στιλέτο. Τα έχωνε όσο πιο βαθιά μπορούσε, λες και το σκο- τάδι δεν έφτανε για να κρύψει τις πράξεις του. Το ξυράφι ήταν πιο σίγουρο, όμως ο Τσεν ήξερε πως δεν θα μπορούσε ποτέ να το χρησιμοποιήσει · το στιλέτο τού προκαλούσε λιγό- τερη απέχθεια. Άφησε το ξυράφι, που η λαβή του είχε γίνει ένα με τα σφιγμένα του δάχτυλα · το στιλέτο ήταν γυμνό στην τσέπη του, χωρίς θήκη. Το πέρασε στο δεξί χέρι, ενώ το αρι- στερό ξανάπεσε πάνω στο μάλλινο σαντάιγ του κι έμεινε κει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=